Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Το Ιντερνετ κλέβει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μας.

Οι πιο παλιοί από εσάς (ας πούμε οι άνω των 30) προσπαθήστε να φανταστείτε πώς ήταν η ζωή σας στην προ του Ιντερνετ και των smartphones εποχή: όταν, δηλαδή, δεν ανταλλάσσατε SMS με κανέναν, δεν είχατε προφίλ στο facebook ούτε λογαριασμό στο twitter και ψάχνατε σε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες για να βρείτε τις πληροφορίες που θέλατε, αφού το Google ήταν άγνωστη λέξη.

Οι νεότεροι αναγνώστες ας προσπαθήσουν να φανταστούν έστω για μία ημέρα τη ζωή τους χωρίς όλα τα παραπάνω. «Αδύνατον», θα πείτε. Κι όμως, περίπου 15 χρόνια πριν οι άνθρωποι… ζούσαμε κανονικά χωρίς τα επιτεύγματα της ψηφιακής τεχνολογίας.

Ναι, το Διαδίκτυο είναι, αναμφίβολα, η σημαντικότερη εφεύρεση της εποχής μας. Μήπως, όμως, ο τρόπος με τον οποίο καταλήξαμε να το χρησιμοποιούμε μας αφαιρεί πολύτιμο χρόνο από την πραγματική ζωή;
Αν ανησυχείτε ότι η ενασχόληση με το Ιντερνετ, τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα «κλέβει» την καθημερινότητά σας (ή αυτή των παιδιών σας), μια επιστημονική μελέτη έρχεται να επιβεβαιώσει τους φόβους σας: ο διαρκώς αυξανόμενος χρόνος που αφιερώνουμε σε σάιτ όπως το twitter και το facebook είναι αντιστρόφως ανάλογος με τον χρόνο που ξοδεύουμε για πολλές καθημερινές δραστηριότητες και υποχρεώσεις.

Πρόσφατη έρευνα που εκπόνησε ο αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Τεχνολογικής Πολιτικής των ΗΠΑ Σκοτ Γουόλστεν, για λογαριασμό του Εθνικού Γραφείου Οικονομικής Ερευνας (NBER), επισήμανε το φαινόμενο του «παραγκωνισμού» (crowding-out) που προκαλεί το Διαδίκτυο, τον περιορισμό δηλαδή, των καθημερινών δραστηριοτήτων μας για χάρη του Ιντερνετ.

Η έρευνα διαπίστωσε ότι για κάθε ώρα «αναψυχής» που περνάμε μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή ή του κινητού μας, αφαιρούμε 17 λεπτά από τις ψυχαγωγικές δραστηριότητές μας, 16 λεπτά από την εργασία μας και επτά λεπτά από τον ύπνο μας.
Τα στοιχεία αφορούν τους αμερικανούς χρήστες - ωστόσο η κατάσταση στη χώρα μας δεν διαφέρει πολύ (σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Focus-Bari, το 73% των Ελλήνων έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο και το 35% διαθέτει smartphone).

Αναζητώντας τον χαμένο ψηφιακό χρόνο

Σύμφωνα με την έρευνα, για κάθε 10 λεπτά που ξοδεύουμε για να ψυχαγωγηθούμε online (δηλαδή όχι για να δουλέψουμε ή να δούμε τα e-mail μας) αφαιρούμε σημαντικό χρόνο από άλλες δραστηριότητες. Ειδικότερα, ξοδεύουμε:
- 2,9 λεπτά λιγότερο για όλα τα άλλα είδη ψυχαγωγίας
- 2,7 λεπτά λιγότερο για εργασία (3,75 λεπτά για τους ανθρώπους έως 30 ετών)
- 1,2 λεπτά λιγότερο για προσωπική φροντίδα, συμπεριλαμβανομένου του ύπνου
- 1 λεπτό λιγότερο για ταξίδια και εκδρομές
- 42 δευτερόλεπτα λιγότερο για τις δραστηριότητες του νοικοκυριού
- 36 δευτερόλεπτα λιγότερο για εκπαιδευτικές δραστηριότητες

Αν εστιάσουμε μόνο στην κατηγορία της ψυχαγωγίας, ξοδεύουμε:
- 32,4 δευτερόλεπτα λιγότερο για κοινωνικοποίηση εκτός Ιντερνετ
- 24 δευτερόλεπτα λιγότερο για χαλάρωση και σκέψη
- 9,6 δευτερόλεπτα λιγότερο για πάρτι
- 6 δευτερόλεπτα λιγότερο για πολιτιστικές εκδηλώσεις

«Ενα λεπτό λιγότερο. Σιγά το πράγμα» θα σκεφτούν πολλοί. Ωστόσο, οι χρόνοι αυτοί αναλογούν μόνο σε 10 λεπτά χρήσης του Διαδικτύου. Σήμερα όμως (το ξέρετε καλά από το οικογενειακό και φιλικό σας περιβάλλον) οι άνθρωποι - ιδίως οι νέοι - ξοδεύουν κάθε ημέρα ώρες ολόκληρες σερφάροντας στο Διαδίκτυο, παίζοντας παιχνίδια και συνομιλώντας με φίλους online.

Ο μέσος χρήστης δαπανά περίπου 100 λεπτά την ημέρα online μόνο για διασκέδαση. Αυτό αντιστοιχεί σε 27 χαμένα λεπτά δουλειάς, 29 χαμένα λεπτά ελεύθερου χρόνου και 12 χαμένα λεπτά ύπνου ημερησίως.

Οι οικονομολόγοι το ονομάζουν «κόστος ευκαιρίας» (σ.σ. το κόστος που προκύπτει από τη θυσία ενός αγαθού για την παραγωγή κάποιου άλλου) του ελεύθερου χρόνου στο Διαδίκτυο και υποστηρίζουν ότι έχει μεγάλο αντίκτυπο παντού: από την οικονομία (όπου εκτιμάται ότι το «τεμπέλιασμα» στο Διαδίκτυο κοστίζει στις επιχειρήσεις 134 δισ. δολάρια ετησίως), μέχρι την εκπαίδευση (όπου, κατά την έρευνα, οι μαθητές λυκείου αφιερώνουν σχεδόν τρία λεπτά λιγότερο στα μαθήματά τους για κάθε 10 λεπτά που περνούν online).

Το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν οι έφηβοι: «Στα άτομα ηλικίας 15-19 ετών κάθε λεπτό ψυχαγωγίας στο Ιντερνετ αφαιρεί 0,3 λεπτά ενασχόλησης με εκπαιδευτικές δραστηριότητες», αναφέρεται στην έρευνα.

Ωστόσο, άλλη έρευνα έχει καταδείξει ότι τα περιστασιακά διαλείμματα στο YouTube ή στο facebook ωφελούν την παραγωγικότητα, αντί να τη βλάπτουν. Συμπέρασμα; Το σερφάρισμα κάνει καλό - αλλά με μέτρο.

Εθισμός
Η υπερβολική ενασχόληση με το Διαδίκτυο εγκυμονεί κινδύνους: σύμφωνα με έρευνα του δικτύου EU NET ADB το 1,7% των εφήβων ηλικίας 15 και 16 ετών στην Ελλάδα είναι εθισμένο στο Ιντερνετ, ενώ το 11% παρουσιάζει συμπεριφορές που βρίσκονται στα όρια της εξάρτησης.



ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ:  ΤΑ ΝΕΑ.gr/news/science-technology

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Για χάρη του πλαστικού η Βρετανία εγκαταλείπει τα χαρτονομίσματα ύστερα από 320 χρόνια.

O Μαρκ Κάρνεϊ, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, ανακοίνωσε την Τετάρτη και επισήμως  ότι η Βρετανία θα υιοθετήσει τα πλαστικά νομίσματα από το 2016, τερματίζοντας μια περίοδο 320 ετών κυριαρχίας των χαρτονομισμάτων ως μέσο συναλλαγών.

Η απόφαση ελήφθη ύστερα και από μακρά περίοδο δημόσιας διαβούλευσης κατά την οποία το 87% των 13.000 ανθρώπων που ερωτήθηκαν υποστήριξαν το «πολυμερές» τραπεζογραμμάτιο όπως αρέσκεται να το ονομάζει η Τράπεζα της Αγγλίας.

Η υιοθέτηση του νέου, συνθετικού νομίσματος θα ξεκινήσει με την κυκλοφορία του τραπεζογραμματίου των 5 στερλινών με το πρόσωπο του Γουίνστον Τσόρτσιλ το 2016. Εναν χρόνο αργότερα, το 2017, θα κυκλοφορήσει το τραπεζογραμμάτιο των 10 στερλινών με το πρόσωπο της Τζέιν Οστεν.

«Τα πολυμερή νομίσματα θα παντρεύουν τα καλύτερα στοιχεία της προόδου και της παράδοσης. Θα είναι πιο ασφαλή και δυσκολότερα στην πλαστογράφηση, θα είναι πιο ανθεκτικά και παράλληλα θα τιμούν την ιστορία και την παράδοση, που τόσο μας ενδιαφέρουν στην Τράπεζα της Αγγλίας όσο και ως έθνος γενικότερα», είπε ο Μαρκ Κάρνεϊ, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας της Αγγλίας.

Η Βρετανία δεν είναι η πρώτη που υιοθετεί συνθετικά τραπεζογραμμάτια. Στον Καναδά, χώρα από την οποία κατάγεται ο Μαρκ Κάρνεϊ, κυκλοφορούν ήδη ενώ στην Αυστραλία χρησιμοποιούνται, όπως επισημαίνει ο Guardian, εδώ και δεκαετίες.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: ΤΑ ΝΕΑ.gr

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Τσὰρλς Ντίκενς: Χριστουγεννιάτικη ἱστορία

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! 
Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.
«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.
«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.
Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.
«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.
«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.
«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.
«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».
Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.
Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.
«Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.
«Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.
«Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».
Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.
Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.
Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.
Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα... καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.
Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
«Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».
Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!». Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε:
«Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.
Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.
«Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».
Πῆρε τὸν Σκροῦτζ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ παράθυρο.
Ὁ Σκροῦτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸν ἐνθάρρυνε νὰ πετάξει μαζί του πάνω ἀπὸ στέγες καὶ ἀγρούς. Κι ἦταν πρωὶ ὅταν ἔφτασαν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη.
«Μά, ἐδῶ πέρασα τὰ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ὁ Σκροῦτζ.
«Ἔ, τότε, θὰ ξέρεις τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔρθεις ἐδῶ», τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα.
«θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βρῶ μὲ κλειστὰ μάτια», ἀπάντησε ἐκεῖνος.
«Κι ὅμως, δείχνεις σὰν νὰ ἔχεις ξεχάσει ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ τόπου», παρατήρησε αὐστηρὰ τὸ Πνεῦμα.
Ὕστερα βάδισαν πάνω στὸ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Ἀγρότες μὲ τὶς ἅμαξες, παιδιὰ μὲ τ᾿ ἀλογάκια τους. Ὁ Σκροῦτζ τοὺς θυμόταν ὅλους. Τοὺς φώναξε μάλιστα μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀπάντησε!
«Εἶναι μόνο σκιές», τοῦ ἐξήγησε τὸ Πνεῦμα, «δὲν μᾶς βλέπουν».
Ὁ Σκροῦτζ χάρηκε πολὺ ποὺ ξαναεῖδε φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὰ νιᾶτα του. Καὶ τούτη ἡ χαρὰ ἦταν πρωτόγνωρη γι᾿ αὐτόν. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριουδάκι. Μπῆκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο κτίριο χτισμένο ἀπὸ τοῦβλα. Στὸ ἐσωτερικὸ ἀντίκρισαν σειρὲς θρανία. Ἦταν σχολεῖο μὲ οἰκότροφους μαθητές, ποὺ σπούδαζαν μακριὰ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους.
Σὲ κάποιο θρανίο, ἕνα μοναχικὸ ἀγόρι, καθόταν καὶ διάβαζε. Κατὰ τρόπο μαγικό, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου πρόβαλαν ἐμπρὸς στὸ παιδὶ - ὁ Ἀλῆ Μπαμπᾶ μὲ τὴν ἀνατολίτικη φορεσιά του, ὁ Ροβινσῶν Κροῦσος μὲ τὸν παπαγάλο του στὸν ὦμο, κι ἄλλοι πολλοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σκροῦτζ ἐνθουσιάστηκε βλέποντας τοὺς ἥρωες τῶν σχολικῶν του χρόνων. Ἔπειτα, ὅμως, κατάλαβε. Τὸ μοναχικὸ ἀγόρι, μὲ μοναδικὴ παρέα τὰ βιβλία, ἦταν ὁ ἑαυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ ἕνα θρανίο καὶ ἔκλαψε πικρά.
«Πᾶμε τώρα νὰ ἐπισκεφτοῦμε κάποια ἄλλα Χριστούγεννα», τοῦ πρότεινε τὸ Πνεῦμα.
Καθὼς μιλοῦσε, παρατήρησε ὅτι τὸ παιδὶ μεγάλωσε κι ἔγινε ἔφηβος. Ὁ Σκροῦτζ ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν πάλι μόνος. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς διακοπές.
Ξαφνικά, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ νέα καὶ ὄμορφη κοπέλα μπῆκε τρέχοντας στὴν αἴθουσα. Ἦρθε καὶ τὸν ἀγκάλιασε.
«Ἀδελφούλη μου», τοῦ φώναξε. «Ἦρθα νὰ σὲ πάρω. Θὰ πᾶμε στὸ σπίτι νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα!».
«Στὸ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ.
«Ναί, ζήτησα ἀπὸ τὸν πατέρα νὰ σ᾿ ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσεις γιὰ πάντα στὸ σπίτι. Συμφώνησε. Δὲ θὰ ξαναπᾶς ἐσωτερικὸς στὸ σχολεῖο!», τοῦ ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Εἶναι πολὺ γλυκιὰ μὲ χρυσή, μὲ χρυσὴ καρδιά», σχολίασε τὸ Πνεῦμα. «Νομίζω ὅτι πέθανε νέα, πάνω στὴ γέννα!».
«Ναί...» ἀπάντησε σκεφτικὸς ὁ Σκροῦτζ.
Βγῆκαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ περιπλανήθηκαν στοὺς δρόμους. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν στολισμένες γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὸ Πνεῦμα στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ ἕνα κατάστημα καὶ ρώτησε τὸν Σκροῦτζ ἂν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Ἐδῶ πρωτοεργάστηκα σὰν μαθητευόμενος!».
Μπῆκαν μέσα. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καθόταν στὸ γραφεῖο.
«Αὐτὸς εἶναι ὁ γερό-Φέζιβικ!.. Ὁ γερό-Φέζιβικ ἀναστημένος!..» φώναξε μ᾿ ἐνθουσιασμὸ ὁ Σκροῦτζ.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ κι ἕνας ἄλλος μαθητευόμενος μπῆκαν στὴν αἴθουσα.
«Μαζέψτε τα ὅλα», τοὺς εἶπε ὁ Φέζιβικ, «νὰ ἑτοιμάσουμε τὴ γιορτή!».
Οἱ μαθητευόμενοι δὲν περίμεναν νὰ τὸ ἀκούσουν δεύτερη φορά. Πρὶν προλάβει ὁ γέρο-Σκροῦτζ ν᾿ ἀνοιγοκλείσει τὰ μάτια, ὅλα ἦταν καθαρὰ καὶ τακτοποιημένα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν οἱ καλεσμένοι. Ἡ γιορτὴ εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ Φέζιβικ.
Σύντομα ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορὸς ἄναψαν τὸ κέφι γιὰ τὰ καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα καὶ ποτά. Ἦταν πιὰ ἀργὰ ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν οἱ καλεσμένοι. Ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Φέζιβικ ἕσφιξαν τὰ χέρια ὅλων καὶ τοὺς εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ἕσφιξαν τὰ χέρια ἀκόμη καὶ τῶν νεαρῶν μαθητευομένων πρὶν πᾶνε στὰ κρεβάτια τοὺς στὸ πίσω μέρος τοῦ καταστήματος. Ὁ γέρο-Σκροῦτζ ἔδειχνε ξετρελαμένος καθὼς παρακολουθοῦσε αὐτὴ τὴ σκηνή. Ἔνιωθε τόση χαρά, λὲς καὶ συμμετεῖχε πραγματικὰ στὴ γιορτή. Ἀργὰ τὴ νύχτα τὸ Πνεῦμα καὶ ὁ Σκροῦτζ ἄκουσαν τοὺς μαθητευομένους νὰ κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στὰ κρεβάτια τους. Παίνευαν τὸ γέρο-Φέζιβικ καὶ τὸν εὐγνωμονοῦσαν γιὰ τὴν ὡραία γιορτὴ ποὺ τοὺς ἑτοίμασε.
«Καὶ τοῦ κόστισε μόνο τρεῖς ἢ τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως εἰρωνικὰ τὸ Πνεῦμα. «Ἔξοδο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο!». «Τὸ κόστος δὲν ἦταν ὑλικό», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ. «Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ χρήματα, ἡ γιορτὴ θὰ εἶχε ἐπιτυχία γιατί ὁ Φέζιβικ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πάντοτε ἀκτινοβολοῦσε χαρὰ κι εὐτυχία!».
Ξαφνικὰ ὁ Σκροῦτζ ἔκοψε τὴν κουβέντα του ἀπότομα.
«Τί σοῦ συμβαίνει;» τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα. «Μήπως ἔγινε κάτι ποὺ σὲ τάραξε;».
«Ὄχι, τίποτα... Νά, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ἔχω πεῖ κάτι στὸν κλητήρα μου».
Ἡ σκηνὴ ἄλλαξε. Τώρα ὁ Σκροῦτζ ἦταν πλέον ὥριμος ἄντρας. Καὶ μία νέα γυναίκα ἐγκατέλειπε τὸ σπίτι. Ἔκλαιγε ἡ καημένη, βουβά. Γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
«Κάποτε ἤμασταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐτυχισμένοι. Τώρα σὲ κυβερνᾶ τὸ πάθος σου γιὰ τὸ χρῆμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δὲν ἄλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ.
«Ἐγὼ ἔμεινα ἡ ἴδια. Ἐσὺ ὅμως ἄλλαξες. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ παντρευτῶ. Σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία στὴ σταδιοδρομία ποὺ διάλεξες».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ γυναίκα βγῆκε στὸ δρόμο, ἐνῶ ὁ ἄντρας δὲ δοκίμασε νὰ τὴ σταματήσει.
«Πνεῦμα», φώναξε ὁ γέρο-Σκροῦτζ, «σταμάτα νὰ μὲ βασανίζεις, θέλω νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Δὲν ἀντέχω τὶς δυσάρεστες ἀναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμὴ πέρασαν χρόνια. Καὶ ξαναεῖδαν τὴ νέα γυναίκα. Τώρα γελοῦσε τρισευτυχισμένη με τὴν κόρη της. Σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Σκροῦτζ. Ὁ πατέρας μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἡ μικρὴ ἔτρεξε καὶ τὸν φίλησε. Ἀγκαλιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμπρὸς στὸ ἀναμμένο τζάκι.
«Δὲν τὸ ἀντέχω», μούγκρισε ὁ γερο-Σκροῦτζ μὲ φωνὴ σπασμένη. Καὶ στράφηκε ἀπελπισμένος πρὸς τὸ Πνεῦμα, ποὺ μέσα στὴν ὁλοφώτεινη ἀνταύγεια τοῦ ἔμοιαζε σὰν νὰ εἰρωνεύεται τὴν ἀπελπισία του. Σὲ λίγο ἡ ὀπτασία τοῦ Πνεύματος ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ σβήνει σιγὰ-σιγά, μέχρι ποὺ ἐξαφανίστηκε τελείως. Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε ἀφάνταστα κουρασμένος. Τὰ μάτια τοῦ βάρυναν. Ξαναγύρισε στὴν κρεβατοκάμαρά του. Μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι κι ἔπεσε σὲ ὕπνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ, τὸ ρολόι χτυποῦσε μία. Μιὰ κατακόκκινη λάμψη ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τὴ ρόμπα του καὶ πῆγε νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ἡ σάλα εἶχε μεταμορφωθεῖ! Ἀπὸ τὸ πάτωμα ὡς τὸ ταβάνι ἦταν στολισμένη μὲ κισσό, λιόπρινο καὶ ἰξό. Στὸ τζάκι ἔκαιγε μία ζωηρὴ φωτιὰ καὶ στὴ γωνιὰ ὑψωνόταν ἕνας τεράστιος σωρὸς ἀπὸ φαγητὰ-γαλοποῦλες, χῆνες, πατάτες, μῆλα, καρύδια - ἐνῶ πάνω στὴν κορυφὴ καθόταν χαμογελαστὸς ἕνας γίγαντας μ᾿ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ ἀριστερό του χέρι.
«Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρόντος», τοῦ φώναξε φιλικά. «Ἔλα!». Ὁ Σκροῦτζ παρατήρησε τὸ Πνεῦμα. Ἦταν ντυμένο μ᾿ ἕνα μακρὺ λευκὸ χιτώνα. Καὶ πάνω στὰ μακριὰ μαῦρα του μαλλιὰ φοροῦσε ἕνα στεφάνι ἀπὸ λιόπρινο.
«Πήγαινε μὲ ὅπου θέλεις», ξερόβηξε ὁ Σκροῦτζ. «Πῆρα ἤδη μερικὰ μαθήματα ἀπ᾿ τὸ συνάδελφό σου. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ παρακολουθήσω καὶ τὰ δικά σου».
«Τότε πιάσου ἀπὸ τὸν ποδόγυρο τοῦ χιτῶνα μου», ἀπάντησε ὁ γίγαντας.
Ἡ χαρούμενη σάλα, ἡ διακόσμηση, τὰ φαγητά, ὅλα ἐξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ὑπαλλήλου του, τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ καὶ κοίταξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἡ κυρία Κράτσιτ καὶ οἱ τρεῖς κόρες της φοροῦσαν παλιὰ φθαρμένα φορέματα, στολισμένα ὅμως μὲ κορδέλες γιὰ τὴ γιορτή, καὶ κάθονταν στὸ τραπέζι. Ξαφνικά, μπῆκαν τρέχοντας δυὸ ἀγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολᾶ ἀπὸ τὸ δρόμο!» φώναξαν μὲ ἐνθουσιασμό. Πίσω τοὺς ἐρχόταν ὁ πατέρας τους. Στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε τὸ μικρότερο γιό του, τὸν Τίμ. Τὸν ἀπέθεσε προσεκτικὰ στὸ πάτωμα. Τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο καὶ βάδιζε μὲ δεκανίκι.
Κάθησαν ὅλοι στὸ γιορτινὸ τραπέζι. Ἡ μικρὴ γαλοπούλα μοιράστηκε πολὺ προσεκτικὰ ὥστε νὰ φτάσει γιὰ ὅλους. Πάντως ἡ σκηνὴ ἦταν χαρούμενη. Οἱ δυὸ γονεῖς πρόσεχαν ἰδιαίτερα τὸν ἀνάπηρο Τίμ. Ἕνα χαμόγελο φώτισε τὸ χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεῦμα», ρώτησε μὲ ξαφνικὸ ἐνδιαφέρον ὁ Σκροῦτζ, «ὁ μικρὸς Τὶμ θά... ζήσει ἀκόμη γιὰ πολύ;».
«Χμμ... τὸν περιβάλλουν σκιές. Ἂν τὸ μέλλον δὲν τὶς μεταβάλει, τὸ παιδάκι θὰ πεθάνει! Ἀλλὰ ἐσένα τί σὲ νοιάζει; Ἕνα στόμα λιγότερο σὲ τοῦτο τὸν πυκνοκατοικημένο κόσμο. Ἔτσι δὲν εἶναι;».
Ὁ Σκροῦτζ τότε θυμήθηκε ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ἐπαναλάβει πολλὲς φορὲς αὐτὴ τὴ φράση. Καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρὶς τὸ Πνεῦμα νὰ προσθέσει ἄλλη λέξη, βρέθηκαν στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. «Ὁ θεῖος Σκροῦτζ μᾶς θεωρεῖ τρελοὺς ποὺ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Κι ἔτσι, ἀρνήθηκε νὰ φάει μαζί μας σήμερα», εἶπε ὁ Φρέντ.
«Τί ἀπαίσιος ἄνθρωπος», ἀναστέναξε ἡ γυναίκα του ὑποτιμητικὰ καὶ οἱ καλεσμένοι κούνησαν τὰ κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Ἀλλὰ ὁ Φρὲντ πρόσθεσε πικραμένος: «Ἐγώ, πάντως, λυπᾶμαι εἰλικρινὰ ποὺ ὁ θεῖος ἔχασε μία εὐκαιρία νὰ χαρεῖ. Καὶ τώρα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲ βρίσκεται μαζί μας, θὰ ἤθελα νὰ τοῦ ἐκφράσω τὶς καλύτερες εὐχές μου». Κι ἀμέσως σήκωσε τὸ ποτήρι καὶ ἤπιε στὴν ὑγειὰ τοῦ θείου του.
Γρήγορα ὅμως ἡ χαρούμενη ὁμήγυρη ξέχασε τὸν Σκροῦτζ. Ἔπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν μὲ παντομίμα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ τόσο τοῦ ἄρεσε αὐτὸ τὸ παιχνίδι, συμμετεῖχε ὅλο χαρά, ξεχνώντας ὅτι κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ ἢ νὰ τὸν ἀκούσει. Τὸ Πνεῦμα τὸν παρακολουθοῦσε κι ἔμοιαζε νὰ τὸ γλεντάει μαζί του. Ἀλλὰ σύντομα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν. «Ἔχουμε νὰ ἐπισκεφτοῦμε πολλὰ μέρη ἀκόμη ὥσπου νὰ περάσει ἡ νύχτα», εἶπε τὸ Πνεῦμα.
Καὶ ὁδήγησε τὸν Σκροῦτζ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Περπάτησαν μέσα στὸ κρύο καὶ στὸ χιονόνερο, σὲ βρωμερὰ στενὰ καὶ δρομάκια περίεργα, κι ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς γέφυρες τῆς πόλης. Ἐκεῖ ὁ Σκροῦτζ εἶδε δυστυχισμένους ἀνθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτὰ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον, προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. Ἀνάμεσα τοὺς τριγύριζαν παιδάκια ποὺ ζητιάνευαν φαγητὸ ἀπ᾿ τοὺς περαστικούς. Κάπου μακριά, ἕνα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ὁ Σκροῦτζ, τρομοκρατημένος ἀπ᾿ τὴν τόση ἀθλιότητα, ἀναζήτησε τὸ γιγάντιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σὲ λίγο, ἕνα ἄλλο φάντασμα, τυλιγμένο στὴν ὁμίχλη, προχώρησε ἀργὰ πρὸς τὸν Σκροῦτζ. Παρατήρησε ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ φοροῦσε μία τεράστια μαύρη κάπα καὶ μία κουκούλα ποὺ τοῦ ἔκρυβε ἐντελῶς τὸ πρόσωπο. Ὁ Σκροῦτζ παραλίγο νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸν τρόμο του.
«θὰ πρέπει νὰ εἶσαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μοῦ ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον; Ἴσως ν᾿ ἀλλάξω... Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ ἀκολουθήσω».
Παρὰ τὰ γενναῖα του λόγια, ὁ Σκροῦτζ φοβόταν τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φάντασμα, ὥστε τὰ πόδια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ Πνεῦμα παρέμεινε ἀκίνητο περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὸν Σκροῦτζ μέχρι νὰ συνέλθει. Ἔπειτα κινήθηκε ἀθόρυβα. Καὶ ὁ Σκροῦτζ τὸ ἀκολούθησε σὰν νὰ τὸν τύλιξε ἡ κάπα τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν παρέσυρε στὸ ἄγνωστο.
Κοσμοσυρροὴ καὶ ὀχλαγωγία στὸ χρηματιστήριο. Τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Σκροῦτζ ἀνάμεσα στοὺς χρηματιστὲς καὶ στοὺς ἐμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Χθὲς βράδυ, νομίζω», ἀπάντησε ἕνας ἄλλος. «Δὲν πιστεύω νὰ πάτησε κανεὶς στὴν κηδεία του», σχολίασε ἕνας τρίτος. «Ἐπιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τὸν σιχαίνονταν ὅλοι!».
Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε οἶκτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσαν. Ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ τὸν ἔφερε τὸ Πνεῦμα σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ἔπειτα ἀναγνώρισε κάποιον ἄλλο χρηματιστὴ στὴ συνηθισμένη του θέση. Μάταια ὅμως ἔψαξε νὰ βρεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του.
«Ἴσως», σκέφτηκε, «ὁ Σκροῦτζ τοῦ μέλλοντος θὰ παρατήσει τὶς συναλλαγὲς καὶ θὰ στραφεῖ πρὸς ἄλλες δραστηριότητες...».
Γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τὸ χέρι καὶ ἔδειξε μὲ τὸ μακρύ του δάχτυλο πρὸς κάποια κατεύθυνση. Ἦταν καιρὸς νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους. Ὁ γέροντας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ τὴ ραχοκοκαλιά του κρύος ἱδρώτας.
Ἔφτασαν σὲ μία κακόφημη γειτονιὰ τῆς πόλης. Ὁ Σκροῦτζ δὲν εἶχε ξαναπατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ. Στὴν ἄκρη ἑνὸς βρώμικου στενοῦ βρισκόταν ἕνα ἄθλιο καταγώγιο-φωλιὰ λωποδυτῶν! Μέσα, τρεῖς κλέφτες, ἕνας ἄντρας καὶ δυὸ γυναῖκες, μὲ τρύπια ροῦχα, μοιράζονταν τὴ λεία τους. Οἱ πεταμένες πάνω στὸ πάτωμα κουρτίνες ἦταν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τῆς κρεβατοκάμαρας τοῦ Σκροῦτζ.
«Καλὰ ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἁρπάξαμε», κακάρισε ἡ μία γυναίκα. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ πράγματά του», πρόσθεσε ὁ ἄντρας.
«Ἂ τὸ γέρο-τσιγκούνη», ἔβρισε ἡ ἄλλη γυναίκα. «Ἂν ἦταν ἐντάξει ἄνθρωπος, κάποιος θὰ βρισκόταν δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε». Ὁ Σκροῦτζ παρακολουθοῦσε ἀηδιασμένος τὴν κουβέντα τους. «Πνεῦμα», φώναξε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο μέρος». Ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ πάγωσε τὸ αἷμα.
«Πνεῦμα», κλαψούρισε ὁ Σκροῦτζ, «βοήθησέ με νὰ ξεχάσω τούτη τὴ θλιβερὴ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν εὐγενικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς...».
Τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε τότε σὲ δρόμους γνωστούς, πίσω στὸ σπίτι τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του ἦσαν ὅλοι μαζεμένοι γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅμως τὸ φτωχικὸ δωμάτιο ἦταν παράξενα σιωπηλό.
«Δὲ θὰ ἀργήσει ὁ πατέρας σας», εἶπε ἡ κυρία Κράτσιτ. «Ἔχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», εἶπε κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά. «Τοῦτες τὶς μέρες βαδίζει πιὸ ἀργά».
«Ἄχ!» ἀναστέναξε ἕνα ἄλλο. «Ὅταν κουβαλοῦσε τὸν Τὶμ στοὺς ὤμους ἐρχόταν τρεχάτος γιὰ τὸ σπίτι».
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ μπῆκε στὸ σπίτι. Εἶχε τὰ μάτια κατακόκκινα σὰν νὰ εἶχε κλάψει. Χαιρέτησε ὅμως τρυφερὰ ἕνα-ἕνα τὰ παιδιά του. Ἔπειτα εἶπε: «Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσουμε τὸ μικρούλη μας τὸν Τίμ, ἔτσι; Ἡ ἀνάμνηση τοῦ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐγενείας του θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα ἑνωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ἔ, τότε, μὲ κάνετε νὰ νιώθω εὐτυχισμένος», ἀπάντησε ὁ Μπὸμπ «πολὺ εὐτυχισμένος!».
Ἀγκαλιάστηκαν ὅλοι. Καὶ δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια τοῦ Σκροῦτζ.
«Πνεῦμα», εἶπε ὁ Σκροῦτζ, «σὲ λίγο θὰ χωρίσουμε. Δὲ θὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν; θὰ ἤθελα νὰ δῶ καὶ τὴ δική μου πορεία στὸ μέλλον».
Ξαναβγῆκαν στὸ δρόμο καὶ προχωρώντας, βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε πρόθεση νὰ σταματήσει. Τὸ μακρύ του δάχτυλο ἔδειχνε ἐμπρός.
«Σὲ παρακαλῶ, ἄφησε μὲ μία στιγμὴ νὰ δῶ πῶς θὰ εἶμαι στὸ μέλλον», ἱκέτευσε ὁ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ὁ Σκροῦτζ κοίταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀναγνώρισε τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ἡ ἐπίπλωση δὲν ἦταν πλέον ἡ δική του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν στὴν πολυθρόνα δὲν ἦταν ὁ Σκροῦτζ! Τὸ Πνεῦμα, ἀμίλητο πάντα, προχώρησε. Ὁ Σκροῦτζ ἀκολούθησε τὰ βήματά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασαν σὲ μία καγκελόπορτα. Ὁ Σκροῦτζ γούρλωσε τὰ μάτια. Ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Τὸ Πνεῦμα πῆγε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν τάφο. Ὁ Σκροῦτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στὴν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τὸ ὄνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στὸ χρηματιστήριο θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσαν γιὰ μένα», κλαψούρισε, «καὶ οἱ κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τὸ δικό μου σπίτι!».
«Πνεῦμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δὲν θέλω νὰ τελειώσει ἔτσι ἡ ζωή μου. Μπορῶ... θέλω νὰ τὴν ἀλλάξω. Τὰ μαθήματα τῶν τριῶν πνευμάτων δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ μέλλον μου;».
Πάνω στὴν ἀγωνία τοῦ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιασε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Ἀλλὰ ἡ κάπα ἦταν ἄδεια -τὸ Πνεῦμα ἔγινε ἀτμός- καὶ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιαζε στὴν πραγματικότητα τὸ κάγκελο τοῦ κρεβατιοῦ του! Ναί, τοῦ δικοῦ του κρεβατιοῦ! Βρισκόταν πάλι στὴν κρεβατοκάμαρά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κλαίγοντας καὶ γελώντας, ἔτρεξε νὰ ἀγγίξει τὶς κουρτίνες. Ἦταν ἐκεῖ, στὴ συνηθισμένη τοὺς θέση. Βάλθηκε νὰ χοροπηδᾶ σ᾿ ὅλο τὸ σπίτι γεμάτος εὐτυχία. Ὅλα ἦταν στὴ θέση τους! Τίποτα δὲν εἶχε ἀλλάξει! Καὶ τὴ μεγάλη του χαρὰ διέκοψαν μόνο οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ χτυποῦσαν χαρούμενες σ᾿ ὅλη τὴν πόλη.

ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ

Ὁ Σκροῦτζ ἔτρεξε κι ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό, ἀλλὰ τὸ πρωινὸ εὐχάριστο. «Τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;», ρώτησε ἕνα ἀγόρι ποὺ περνοῦσε ἀπέξω. «Σήμερα ἔχουμε Χριστούγεννα!».
«Ἂ τότε, δὲν τὰ ἔχασα», φώναξε ὁ Σκροῦτζ. «Τὰ πνεύματα ἔκαναν τὴ δουλειὰ τοὺς μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Ἀγόρι μου», ξαναεῖπε στὸ παιδί. «Τρέξε, σὲ παρακαλῶ, στὸ χασάπη καὶ πές του νὰ μοῦ φέρει τὴ μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θὰ σοῦ χαρίσω ἕνα σελίνι, ἴσως καὶ τρία, ἂν ἐπιστρέψεις μέσα σὲ πέντε λεπτά».
Τὸ παιδὶ δὲ δίστασε στιγμή. Ἔτρεξε γρήγορα καὶ ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα μὲ τὸν κρεοπώλη, ποὺ κουβαλοῦσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θὰ τὴ στείλω στὸν Μπὸμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ὁ Σκροῦτζ, «χωρὶς νὰ μάθει ποιὸς τοῦ τὴ δώρισε».
Τὸ πουλὶ ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε ὁ Σκροῦτζ ἀναγκάστηκε νὰ καλέσει ἕνα ἁμάξι γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει ὡς τὸ σπίτι τοῦ κλητῆρα του. Ὁ Σκροῦτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε τὸ ἀγοράκι, τὸ χασάπη καὶ τὸν ἁμαξᾶ. Ἔνιωθε ὑπέροχα.
Ὁ Σκροῦτζ ἔκανε τὸ μπάνιο του, φόρεσε ἕνα καθαρὸ κοστούμι καὶ βγῆκε περίπατο. Βάδιζε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὴ ράχη, παρατηρώντας τοὺς περαστικούς. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Μερικοὶ τοῦ εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ὁ Σκροῦτζ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε ἀκούσει πιὸ εὐχάριστα λόγια. Στὸ δρόμο συνάντησε ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ κυρίους ποὺ τὴν προηγουμένη τὸν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴ βοήθειά του γιὰ τοὺς φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», τοῦ φώναξε «πῶς εἶστε;».
Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησίασε, ὁ Σκροῦτζ τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτί. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλᾶτε σοβαρά, κύριε Σκροῦτζ;» φώναξε. «Μὰ εἶστε πολὺ γενναιόδωρος!». «Μὴ μὲ εὐχαριστεῖτε», τοῦ ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Κάντε μόνο τὸν κόπο νὰ περάσετε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα, ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου. Θὰ εἶναι δική μου εὐχαρίστηση!».
Στὸ τέλος, ὁ Σκροῦτζ κατέληξε ἐμπρὸς στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. Δίστασε γιὰ λίγο στὸ κεφαλόσκαλο. Ἀλλὰ μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἡ ὑπηρέτρια τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
«Τὸ ἀφεντικό σου εἶναι μέσα;» τὴ ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περᾶστε. Κάθεται ἤδη μὲ τὴ σύζυγό του καὶ τοὺς καλεσμένους στὸ τραπέζι, θὰ σᾶς δείξω...».
«Δὲ χρειάζεται, καλή μου», τῆς ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Γνωρίζω πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ σπιτάκι». Ἄνοιξε σιγανὰ τὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας καὶ ἔχωσε τὸ κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορῶ νὰ περάσω;».
«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.
«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».
Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.
Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.
«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».
«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.
«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».
Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/charles_dickens_christmas_tales.htm
Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».
Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://users.uoa.gr/

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Η βρετανική οικονομία ισχυρότερη της Ευρώπης το 2030!

ΥΠΟΣΚΕΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ 
Η βρετανική οικονομία ισχυρότερη της Ευρώπης το 2030 Η βρετανική οικονομία θα είναι έως το 2030 η ισχυρότερη της Ευρώπης, ξεπερνώντας εκείνη τη χρονιά την αντίστοιχη γερμανική, προβλέπει στη φετινή του ανάλυση το Κέντρο Οικονομικών και Επιχειρηματικών Ερευνών [Centre for Economic and Business Research (CEBR)]. 

Η ανάλυση του CEBR εκτιμά ότι η Γερμανία θα απωλέσει τον ηγετικό της ρόλο στην οικονομία της Ευρώπης έως το 2030 ενώ προβλέπει ότι και το κινεζικό ΑΕΠ θα έχει ξεπεράσει εκείνο των ΗΠΑ το 2028, λίγο αργότερα δηλαδή από τις συνήθεις εκτιμήσεις. 

Πίσω από την βρετανική «αντεπίθεση», εκτιμά το CEBR, βρίσκεται η δημογραφική δυναμική του Ηνωμένου Βασιλείου, η μικρότερη εξάρτησή του από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες αλλά και τα χαμηλότερα επίπεδα φορολόγησης σε σχέση με αυτά της ευρωζώνης. Ειδικά για τη Γερμανία, το CEBR σημειώνει ότι σε περίπτωση διάλυσης του ευρώ, οι προοπτικές της οικονομίας της θα αποβούν πολύ καλύτερες, ενώ η Γαλλία περιγράφεται ως η χώρα που θα σημειώσει τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των δυτικών οικονομιών.
Η βρετανική οικονομία θα υποσκελίσει τη γαλλική έως το 2018.

-Πηγή: ΒΒC

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ:  ΕΘΝΟΣ.gr

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Δύσκολο να σου ξεφύγει αυτή η παμπ στο Λονδίνο τα Χριστούγεννα!!!

Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
 
Θα μπορούσε να είναι μια ακόμα παμπ στο κέντρο του Λονδίνου. Και αυτό ακριβώς είναι μέχρι ο ιδιοκτήτης της να μπει σε χριστουγεννιάτικη διάθεση. Τότε η παμπ μεταμορφώνεται χάρη στα 11.500 φωτάκια, τα 57 δέντρα και τα 90 καλάθια με λουλούδια. Φέτος έβαλε στην είσοδο και τάρανδο.

Ο Τζέρι Ο' Μπράιεν, ιδιοκτήτης εδώ και 28 χρόνια της επιχείρησης, δηλώνει ιδιαίτερα περήφανος για το στολισμό.

«Κάθε χρόνο προσπαθώ να γίνω και πιο δημιουργικός για να τραβήξω το βλέμμα του κόσμου που περνάει» δήλωσε στην Daily Mirror.

Πάντως, αναγνώρισε ότι τα 57 δέντρα που τοποθέτησε φέτος είναι μάλλον το ανώτερο που μπορεί να φτάσει. «Δεν υπάρχει πλέον χώρος για άλλο» είπε.

Όσο για το κόστος; Υπολογίζεται σε 30.000 λίρες (35.000 ευρώ), αλλά ο ίδιος σημειώνει ότι αξίζει τον κόπο.
 
H παμπ βρίσκεται στο Κένσινγκτον.
Newsroom ΔΟΛ

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ:  in.gr

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Φώτης Κόντογλου: Χριστούγεννα στὴ σπηλιά

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. 

Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.

Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].

Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατὶ οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.

Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!

Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.

Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.

Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα – νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.

Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.

Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.

Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.

«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.
«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»

Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.
Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας… Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.
«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»
Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.
Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας, Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.

Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.

Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.
Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.

Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ – Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.
Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.

«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο…», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατὶ βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» – γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατὶ ἤτανε καλοφαγᾶς.

Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ – Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:
«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.

Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».

Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.

Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.

Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: Feltor's Blog

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά- Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον,  ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. 
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση  δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον,  έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε,  της  εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα  εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά,  χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε
-Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα,  όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην,  την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. 
Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' Άη- Νικολάου δουλέψαμε, τ' Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει  μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.
-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ,  ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά,  δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του.
Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα.
Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε...
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.  Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!"
Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις  συγκατένευσενα ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας! Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ'  ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα  καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
-Του κυρ-Θανάση του Μπε...Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του.Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; Είναι η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα,  και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις,  εγώ πάλε;
Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της  κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ'  ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια  τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομα  από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.  Πάραυτα  ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.    
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα,  και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν  κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την  αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα  κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...
-Είναι μέσα;
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να  μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;
-Τ' ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και  μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: YAHOO.news.com

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Tέλος εποχής για τα password !

Η ταυτότητα του χρήστη θα πιστοποιείται από μια συσκευή σαν USB στικ ή ένα δακτυλικό αποτύπωμα, ή τη φωνή ή την ίριδα του ματιού.

Το τέλος στην παντοκρατορία των password υπόσχεται να φέρει μια κοινοπραξία η οποία αποτελείται από ιντερνετικούς κολοσσούς, επιχειρήσεις που πρωταγωνιστούν διεθνώς στο διαδικτυακό εμπόριο και μερικούς από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές ηλεκτρονικών στον κόσμο. Η κοινοπραξία ονομάζεται FIDO (Fast IDentity Online) Alliance και έχει στόχο να αναπτύξει μια πλατφόρμα τεχνολογιών με το ίδιο όνομα, χάρις στην οποία οι κωδικοί θα αρχίσουν να αντικαθίστανται από νέα αξεσουάρ και βιομετρικά δεδομένα.

Ετσι, ο χρήστης δεν θα χρειάζεται να καταχωρίσει το password για να αποκτήσει πρόσβαση σε μια online υπηρεσία, όπως συμβαίνει σήμερα. Αντίθετα, θα πιστοποιεί την ταυτότητά του, τοποθετώντας π.χ. στον υπολογιστή μια συσκευή σαν USB στικ ή αφήνοντας το smartphone και το tablet του να αναγνωρίσουν το δακτυλικό αποτύπωμα, τη φωνή ή την ίριδα του ματιού του.

Η FIDO Alliance ιδρύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, από τις PayPal και Lenovo, ενώ τα μέλη της πολλαπλασιάστηκαν μέσα στους επόμενους μήνες – με αποτέλεσμα σήμερα να συμμετέχουν σε αυτήν «ηχηρά» ονόματα όπως η MasterCard, η BlackBerry, η Google και, από την προηγούμενη εβδομάδα, η Microsoft. Ολες αυτές οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν πως η ταυτοποίηση του χρήστη θα πρέπει να αρχίσει να γίνεται μέσω κατάλληλου hardware από την ίδια τη συσκευή του, και όχι απευθείας στο Ιντερνετ, πληκτρολογώντας απλώς τον μυστικό κωδικό που αυτός επέλεξε όταν εγγράφηκε σε κάποιο σάιτ.

Οι βασικοί λόγοι που επικαλούνται είναι πως τα password δεν εξασφαλίζουν ικανοποιητική ασφάλεια, ενώ επίσης είναι εξαιρετικά δύσχρηστα. Αλλωστε, καθώς ο αριθμός των online λογαριασμών που έχει κανείς αυξάνεται συνεχώς, φτάνοντας ήδη τους 26 για τον μέσο Βρετανό, γίνεται όλο και πιο απίθανο να θυμάται τους κωδικούς του. Κωδικοί που παράλληλα βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο κυβερνοεγκληματιών, οι οποίοι προσπαθούν να τους κλέψουν είτε με κακόβουλο λογισμικό που καταγράφει ό,τι πληκτρολογείται στο «μολυσμένο» μηχάνημα, είτε με «ηλεκτρονικό ψάρεμα».

Για όλα τα παραπάνω, η κοινοπραξία υποστηρίζει πως σε λίγα χρόνια η πλατφόρμα FIDO θα έχει διαδοθεί σχεδόν όσο σήμερα και το Wi-Fi. Τα πρωτόκολλα της πλατφόρμας είναι ανοικτά, με την έννοια ότι μπορεί να τα ενσωματώσει κάθε εταιρεία διαδικτυακού εμπορίου, online banking, ακόμη και παροχής e-mail. Ετσι, ο κάτοχος μιας ηλεκτρονικής συσκευής, που θα είναι συμβατή με τη FIDO, θα μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει την αντίστοιχη υπηρεσία χωρίς να χρειάζεται να θυμηθεί κάποιο password.

Οπως φαίνεται, ορισμένες από τις συμβατές ηλεκτρονικές συσκευές είναι πιθανό να ταυτοποιούν τον ιδιοκτήτη τους από το ειδικό token που θα έχει αυτός μαζί του, αφού η Google δοκιμάζει ένα τέτοιο αξεσουάρ. Κατασκευασμένο από την εταιρεία Yubico, το περιφερειακό παράγει μοναδικούς τυχαίους κωδικούς. Με τη διαφορά ότι, σε αντίθεση με τα συμβατικά token που χορηγούν σήμερα οι τράπεζες, ο χρήστης δεν θα χρειάζεται να τον πληκτρολογήσει ο ίδιος. Κι αυτό γιατί η συσκευή θα μεταβιβάζει αυτόματα το password, είτε μέσω της θύρας USB στην περίπτωση των PC, είτε ασύρματα στην περίπτωση των smartphone και tablet.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο βάρος από τα μέλη της FIDO Alliance δίνεται στα βιομετρικά δεδομένα. Ετσι, η Google πειραματίζεται παράλληλα με την αναγνώριση προσώπου, καταθέτοντας μάλιστα το περασμένο καλοκαίρι μια πατέντα για μια τεχνολογία πιστοποίησης που βασίζεται σε συγκεκριμένες γκριμάτσες, ώστε να μην μπορεί να «ξεγελασθεί» από φωτογραφίες. Αλλες εταιρείες από την κοινοπραξία προκρίνουν την αναγνώριση φωνής, η οποία γίνεται πολύ γρήγορα και μπορεί να «καταλάβει» τον χρήστη ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλάει. Μία από αυτές, η Agnitio, υποστηρίζει πως η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι εξαιρετικά δημοφιλής, επικαλούμενη έρευνα στις ΗΠΑ σύμφωνα με την οποία το 90% των κατόχων smartphone θα ήταν διατεθειμένοι να τη χρησιμοποιήσουν για να… απαλλαγούν από τα password.

Η αναγνώριση φωνής γίνεται να ενσωματωθεί σε οποιαδήποτε συσκευή, ανεξαρτήτως μεγέθους, κάτι που ισχύει και με τα συστήματα σάρωσης της ίριδας του ματιού. Οσον αφορά αυτά τα συστήματα, ένα ακόμη πλεονέκτημά τους είναι το μικρό κόστος, κυρίως επειδή από το 2005 έληξε η πατέντα του βασικού αλγόριθμου που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίησή τους. Ετσι, η αμερικανική EyeLock, η οποία κι αυτή συμμετέχει στη FIDO Alliance, υποστηρίζει πως η αξιοποίηση της τεχνολογίας πρακτικά δεν θα αυξήσει την τιμή των ηλεκτρονικών προϊόντων.

Του Κωστα Δεληγιαννη

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ