Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Ποιος ήταν ο Άγιος Γεώργιος που γιορτάζουμε σήμερα;

Είναι ίσως από τα πιο συνηθισμένα ονόματα της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρείται από τους πιο διαδεδομένους αγίους σε όλον τον χριστιανικό -και μη- κόσμο, ενώ είναι προστάτης τόσο στρατευμάτων, όσο και ολόκληρων χωρών. Ποιος όμως ήταν ο Άγιος Γεώργιος, πού έζησε, ποιο το έργο του και ποια η «εθνικότητά» του;

Οι ιστορικοί δεν έχουν καταλήξει σε συγκεκριμένη ημερομηνία γέννησης του Αγίου Γεωργίου ο οποίος ονομάζεται και Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος, ενώ ορισμένοι έχουν αμφισβητήσει μέχρι και την ιστορική του ύπαρξη. Ωστόσο τέτοιες θεωρήσεις δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος καθώς τόσο η Καθολική όσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν πολλές ιστορίες και διηγήσεις που ισχυρίζονται το αντίθετο.

Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται πως γεννήθηκε κάπου μεταξύ 275 μ.Χ. και 285 μ.Χ. Στην πόλη Λοντ, ή στα ελληνικά Διόσπολις, 15 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του σημερινού Τελ Αβίβ. Ο πατέρας του λέγεται πως ήταν Έλληνας ανώτερος αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού και ονομαζόταν Γερόντιος από την Καππαδοκία, ενώ η μητέρα του ήταν η Πολυχρόνια από την Παλαιστίνη.

Λόγω και της θέσης του πατέρα του, το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ήταν ευγενές, και λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων των γονέων του, ο Γεώργιος ανατράφηκε κάτω από τις χριστιανικές αξίες. Οι γονείς του θέλησαν να τον ονομάσουν με αυτό το όνομα τάσσοντάς τον στην γη (αφιερωμένος στην εργασία της γης). Μόλις στα 14 του χρόνια ο Γεώργιος χάνει τον πατέρα του ενώ λίγα χρόνια μετά μένει εντελώς ορφανός.

Τότε λοιπόν ο νεαρός Γεώργιος αποφάσισε να μεταβεί στην Νικομήδεια που ήταν η αυτοκρατορική πόλη του Διοκλητιανού και να ταχθεί στην υπηρεσία του αυτοκράτορα ως στρατιώτης. Ο αυτοκράτωρ τον υποδέχθηκε με «ανοιχτές αγκάλες» καθώς γνώριζε και τον πατέρα του ο οποίος είχε υπηρετήσει στον ρωμαϊκό στρατό. Μέχρι τα 20 του κιόλας χρόνια ο Γεώργιος είχε ανελιχθεί λόγω του ηρωισμού του και της τόλμης του. Μέσα σε λίγα χρόνια λοιπόν έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου ενώ ο ίδιος ο Διοκλητιανός τον ανακήρυξε Δούκα με τον τίτλο του Κόμητος (κόμης-συνταγματάρχης) στο τάγμα των Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς.

Όμως η καλή σχέση με τον αυτοκράτορα κράτησε μέχρι το έτος 302. Τότε ήταν που ο Διοκλητιανός αποφάσισε με διάταγμα να αναγκάσει όλους τους χριστιανούς και κυρίως του στρατεύματος, να συλληφθούν και να προσφέρουν θυσίες στους ρωμαϊκούς θεούς. Κάτι τέτοιο ο Γεώργιος δεν μπορούσε να το πράξει από την στιγμή που είχε ανατραφεί όλη του την ζωή με τις χριστιανικές αξίες. Βρήκε το θάρρος και πήγε μπροστά στον αυτοκράτορα και του ανακοίνωσε πως δεν πρόκειται να θυσιάσει.

Ήταν δύσκολο όμως ο Διοκλητιανός να τον τιμωρήσει, ήταν άλλωστε ένας από τους καλύτερους Τριβούνους του, και υιός ενός από τους καλύτερούς του φίλους. Του πρόσφερε χρήματα, εκτάσεις μέχρι και δούλους προκειμένου να προσφέρει μία θυσία όμως ο Γεώργιος ήταν ανένδοτος. Αντί να δεχθεί τις προσφορές αποκήρυξε το διάταγμα του Διοκλητιανού και φώναξε με θάρρος πως η μόνη πίστη που έχει είναι αυτή προς τον Ιησού Χριστό. Απογοητευμένος ο Διοκλητιανός αποφάσισε να τον εκτελέσει τιμωρώντας τον παραδειγματικά.

Το πείσμα του Γεωργίου έκανε πολλούς ακόμη στρατιώτες να αποφασίσουν να βαπτιστούν χριστιανοί. Ο Άγιος προτού εκτελεστεί έδωσε όλη του την περιουσία στους φτωχούς ενώ προετοιμάστηκε ψυχολογικά για τα βασανιστήρια που τον περίμεναν. Τα βασανιστήρια που του έκαναν προκαλούν τρόμο. Τον λόγχισαν, στην συνέχεια τον έγδαραν βγάζοντάς του το δέρμα με ειδικό τροχό από μαχαίρια και μετά τον πέταξαν σε λάκκο με ασβέστη. Ο Γεώργιος όμως παρέμενε ζωντανός και έτσι τον ανάγκασαν να βαδίσει πάνω σε πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Τελικά οι δήμιοί του τον αποκεφάλισαν μπροστά από τα τείχη της Νικομήδειας. Η εκτέλεσή του έλαβε χώρα στις 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Λύδδα της Παλαιστίνης από όπου και καταγόταν η μητέρα του.

Σύμφωνα με την Παράδοση, ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται «Τροπαιοφόρος» με πολλές θαυμάσιες διηγήσεις να περιγράφουν τα κατορθώματά του, με πιο σημαντικό αυτό του φόνου του δράκοντα και της σωτηρίας της βασιλοπούλας.

Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα στη Λιβύη και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί με αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος φονεύοντας το δράκο.

Ακριβώς επειδή είχει στρατιωτικό βίο, ο Άγιος Γεώργιος ονομάζεται Τροπαιοφόρος, ενώ είναι προστάτης του ελληνικού Στρατού Ξηράς. Εθεωρείτο προστάτης Άγιος των Σταυροφόρων οι οποίοι και έφεραν στην Δύση το λείψανό του από την Παλαιστίνη. Έχει άπειρες διηγήσεις και δοξασίες γύρω από το όνομά του σε όλες τις χώρες του κόσμου με πιο γνωστή αυτή της θανάτωσης ενός δράκου στην Λιβύη.

Ο Άγιος Γεώργιος είναι προστάτης Άγιος της Αγγλίας, των χριστιανών της Παλαιστίνης, της Βηρυτού, της Γεωργίας, του βουλγαρικού Στρατού, της Καταλανίας. Ενώ όντας προστάτης Άγιος της Αγγλίας και έφιππος, θεωρείτο από τον σχετικό θρύλο και ως προστάτης Άγιος των ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης.

ΑΠΟ ΤΟ: eleftherostypos.gr

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ



Ἀναστάσεως ἡμέρα καί
λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει
καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν, ἀδελφοί,
καί τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς
συγχωρήσωμεν πάντα
τῇ Ἀναστάσει
καί οὕτω βοήσωμεν
Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν
ζωήν χαρισάμενος.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ:

Η Μεγάλη Δευτέρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Ιωσήφ, του γιου του Ιακώβ, που αναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη και στην άκαρπη συκιά, που την καταράστηκε ο Χριστός και ξεράθηκε μ' ένα του λόγο.

Ο Ιωσήφ ήταν ο μικρότερος υιός του Ιακώβ ο οποίος όμως διώχθηκε από τα αδέλφια του λόγω της ενάρετης ζωής του και αρχικά τον έριξαν σ' ένα λάκκο και προσπάθησαν να εξαπατήσουν το πατέρα τους χρησιμοποιώντας ένα ματωμένο ρούχο ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Αφού δεν μπόρεσαν να εξαπατήσουν τον πατέρα τους, τον πούλησαν σε εμπόρους, οι οποίοι με την σειρά τους τον πούλησαν στον αρχιμάγειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Φαραώ Πετεφρή. Εκεί ο Ιωσήφ αφού δεν ενέδωσε στις ερωτικές επιθυμίες της συζύγου του Πετεφρή, συκοφαντήθηκε από την ίδια και ο Φαραώ τον φυλάκισε. Κάποτε όμως ο Φαραώ είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν ερμηνευτή. Ο Ιωσήφ ερμήνευσε ότι θα έλθουν στη χώρα επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και λιμού. Ο Φαραώ ευχαριστημένος και ενθουσιασμένος από τη σοφία του, έδωσε στον Ιωσήφ αξιώματα. Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια του λιμού τον λαό. Στα πρόθυρα του λιμού τα αδέρφια του που τον είχαν φθονήσει φανερώθηκαν μπροστά του ζητώντας βοήθεια. Εκείνος όχι μόνο δεν τους κρατούσε κακία, αλλά αντιθέτως τα συγχώρεσε και τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς του.

Κατά την λειτουργική τελετουργία, τη Μεγάλη Δευτέρα το εσπέρας τελείται ο όρθρος της Μεγάλης Τρίτης (Ακολουθία του Νυμφίου).

ΑΠΟΤΟ: el.wikipedia.org

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN Ευλογημένος ο Ερχόμενος

Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.

Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.

Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτά τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.

Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».

Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπεί­νωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.

Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.

Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!

Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;

Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με; Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;

Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, όλα πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.

Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο που τραβή­ξανε και κείνοι και σέρνει με ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος τους καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το φως του το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ' ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι' αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:

«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».

ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15

ΑΠΟ ΤΟ: impantokratoros.gr