Τὸ φλουρὶ τοῦ φτωχοῦ
Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα.
Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!
Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
- Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός. Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:
- Τοῦ φτωχοῦ.
Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.
Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.
-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.
Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.
-Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό. Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.
- Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.
- Τί θὰ γίνει;... Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.
- Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.
- Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου. Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.
- Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;
Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.
- Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.
Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:
- Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.
- Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.
- Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.
-Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.
Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.
Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:
-Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!
Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα.
Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!
Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
- Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός. Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:
- Τοῦ φτωχοῦ.
Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.
Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.
-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.
Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.
-Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό. Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.
- Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.
- Τί θὰ γίνει;... Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.
- Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.
- Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου. Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.
- Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;
Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.
- Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.
Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:
- Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.
- Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.
- Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.
-Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.
Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.
Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:
-Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!
Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα.