«Θέλω να σου γνωρίσω ένα παιδί που είναι και καλός συνθέτης». Ετσι σύστησε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τον Μάνο Λοΐζο το φθινόπωρο του 1966, λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα, στον Μάκη Μάτσα. Λίγες ημέρες μετά, σαν συναντήθηκαν από κοντά, ο 29χρονος συνθέτης κάθισε στο πιάνο και του έπαιξε ορισμένα τραγούδια του. «Η μουσική άρεσε στον Μάτσα, όχι όμως οι στίχοι. «Αν αλλάζατε τους στίχους, η δουλειά σας θα με ενδιέφερε πολύ».
Η συνεργασία δεν έγινε τότε. Ο Λοΐζος με το που έγινε το πραξικόπημα έφυγε στο εξωτερικό, ώσπου ένα απόγευμα του 1968 παρουσιάστηκε ξανά στην εταιρεία, προτείνοντας στον Μάτσα να συνεργαστεί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και εκείνος να γράψει καινούργιους στίχους στις μουσικές του. Ετσι έγινε ο «Σταθμός», για τον οποίο επιλέχθηκαν ο Γιάννης Καλατζής, ο Δημήτρης Ευσταθίου και η Λίτσα Διαμάντη, καθώς και ο Γιώργος Νταλάρας.
«Από τη στιγμή που μπήκε στο στούντιο, αισθάνθηκα ότι ζούσαμε ένα παράδοξο μουσικό πείραμα», γράφει στο βιβλίο του «Πίσω απ’ τη μαρκίζα» ο Μ. Μάτσας. Στεκόταν στην παραμικρή λεπτομέρεια. «Σαν να ήταν τα τραγούδια του ένα κέντημα και ήθελε να επιβλέψει και την τελευταία βελονιά του. Χωρίς υπερβολή, ο δίσκος φτιαχνόταν πόντο πόντο».
Ο «Σταθμός» ήταν σημαντικός και για τον ίδιο τον Μάτσα, που ήθελε να πετύχει «ως καινούργια μουσική πρόταση» με την οποία θα εγκαινίαζε το σήμα Μinos στη θέση της Odeon. Αλλωστε, ήθελε να ξεφύγει από το αμιγώς λαϊκό τραγούδι και να περάσει και στο έντεχνο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1968 με τον ιστορικό αριθμό «ΜΙΝΟS-MSM 101», έγινε επιτυχία, το «Δελφίνι, δελφινάκι» απογειώθηκε, και ακολούθησαν «Το παλιό ρολόι», το «Πίσω από την πόρτα το κλειδί», το «Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες».
Η συναυλία
Στις 7 Σεπτεμβρίου, στη συναυλία που θα γίνει στο θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη με αφορμή τα 80 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Λοΐζου, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου θα μας θυμίσουν πολλά για τον δημιουργό και το έργο του, με τον οποίο άλλωστε δούλεψαν μαζί. Τραγούδια σε στίχους των Λ. Παπαδόπουλου, Φ. Λάδη, Γ. Νεγρεπόντη, Δ. Χριστοδούλου, Κ. Μητροπούλου κ.ά. Μαζί τους θα είναι και ο Μίλτος Πασχαλίδης ενώ συμμετέχει και η Ασπασία Στρατηγού.
Την περιπέτεια που είχε με τη λογοκρισία ο Μ. Λοΐζος, την έχει διηγηθεί πολλές φορές ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Στο «Δέκα παλικάρια», ο στιχουργός και δημοσιογράφος έγραφε «κι όλη τη νύχτα λέγαμε τραγούδια για τη λευτεριά» που τελικά έγινε «τραγούδια για τη λεβεντιά», ενώ οι στίχοι «πίσω από την πόρτα το καρφί/ και στο καρφί σακάκι», έγιναν: «Πίσω από την πόρτα την κλειστή/ ένα παλιό σακάκι». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τον σκιαγραφεί εύστοχα – άλλωστε τον γνώριζε καλά: «Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος και ονειροπόλος μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Ετσι ήταν ο Μάνος. (...) Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιό του: το χιούμορ. Επαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Επαιζε και με τη ζωή του. Εζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερο από 90, για πολλούς από εμάς».
Τα παιδικά του χρόνια
Σε έναν άλλο φίλο του, τον δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη, μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, το 1974 στο «Τετράδιο»: «Στην Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα απ’ τον δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής. Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί δικής του κατασκευής με το οποίο έπαιζε μ’ ένα δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ωσπου μια μέρα ο πατέρας μου μού αγόρασε ένα απ’ αυτά τα βιολάκια, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του γέρου, πουλούσε τέτοια βιολιά. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που τα ’φτιαχνε. Ωσπου βρέθηκα μια μέρα μ’ ένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι –δώρο του θείου– μια κιθάρα και μετά αποχτήσαμε και πιάνο. Κόντευα πια να γίνω ένας σπουδαίος μουσικός!».
Στο βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Μάνος Λοΐζος», στις συνεντεύξεις του, στους Δημήτρη Γκιώνη («Δημοκρατική Αλλαγή» 1966-67, «Τετράδιο» 1974, «Ελευθεροτυπία» 1979), Γιώργο Λεονταρίτη («Εβδομάδα» 1966), Γιάννη Κοντό και Κώστα Παπαγεωργίου (κρατικό ραδιόφωνο 1982), σε μαρτυρίες που κατέγραψε ο Γ. Τσάμπρας για την επανέκδοση των δίσκων του συνθέτη, ο Μ. Λοΐζος αποκαλύπτεται. «Αν θεωρήσουμε στράτευση τη διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης, τότε σαν ένα ενεργό μέρος κι εγώ αυτής της κοινωνικής συνείδησης θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο». «Μπορώ να μελοποιήσω ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο», είχε πει το 1979. «Αλλά αυτή η ευκολία είναι κίνδυνος. Μπορεί να σε παρασύρει πολύ μακριά».
Ποτέ του δεν κατασκεύασε ένα τραγούδι εν είδει παραγγελίας, υπογραμμίζει ο Μ. Μάτσας. «Πάντα γεννούσε πρωτότυπες μελωδίες, γεμάτες οικειότητα και φιλικότητα προς τον ακροατή». Η συνολική δισκογραφία του δεν ξεπερνά τα 130 τραγούδια. «Κανένα όμως έργο του δεν έμεινε απαρατήρητο». Ο Λοΐζος «υπήρξε ο Χατζιδάκις της γενιάς του. Συναισθηματικοί και οι δύο και βαθιά πολιτικοποιημένοι. Χωρίς υπερβολές όμως. (...) Αδιάφοροι για το χρήμα, γι’ αυτό και σπάταλοι με αυτό, και πάντα απολύτως πιστοί στην αλήθεια της μουσικής και του λόγου τους».
Έντυπη
Η συνεργασία δεν έγινε τότε. Ο Λοΐζος με το που έγινε το πραξικόπημα έφυγε στο εξωτερικό, ώσπου ένα απόγευμα του 1968 παρουσιάστηκε ξανά στην εταιρεία, προτείνοντας στον Μάτσα να συνεργαστεί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και εκείνος να γράψει καινούργιους στίχους στις μουσικές του. Ετσι έγινε ο «Σταθμός», για τον οποίο επιλέχθηκαν ο Γιάννης Καλατζής, ο Δημήτρης Ευσταθίου και η Λίτσα Διαμάντη, καθώς και ο Γιώργος Νταλάρας.
«Από τη στιγμή που μπήκε στο στούντιο, αισθάνθηκα ότι ζούσαμε ένα παράδοξο μουσικό πείραμα», γράφει στο βιβλίο του «Πίσω απ’ τη μαρκίζα» ο Μ. Μάτσας. Στεκόταν στην παραμικρή λεπτομέρεια. «Σαν να ήταν τα τραγούδια του ένα κέντημα και ήθελε να επιβλέψει και την τελευταία βελονιά του. Χωρίς υπερβολή, ο δίσκος φτιαχνόταν πόντο πόντο».
Ο «Σταθμός» ήταν σημαντικός και για τον ίδιο τον Μάτσα, που ήθελε να πετύχει «ως καινούργια μουσική πρόταση» με την οποία θα εγκαινίαζε το σήμα Μinos στη θέση της Odeon. Αλλωστε, ήθελε να ξεφύγει από το αμιγώς λαϊκό τραγούδι και να περάσει και στο έντεχνο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1968 με τον ιστορικό αριθμό «ΜΙΝΟS-MSM 101», έγινε επιτυχία, το «Δελφίνι, δελφινάκι» απογειώθηκε, και ακολούθησαν «Το παλιό ρολόι», το «Πίσω από την πόρτα το κλειδί», το «Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες».
Η συναυλία
Στις 7 Σεπτεμβρίου, στη συναυλία που θα γίνει στο θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη με αφορμή τα 80 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Λοΐζου, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου θα μας θυμίσουν πολλά για τον δημιουργό και το έργο του, με τον οποίο άλλωστε δούλεψαν μαζί. Τραγούδια σε στίχους των Λ. Παπαδόπουλου, Φ. Λάδη, Γ. Νεγρεπόντη, Δ. Χριστοδούλου, Κ. Μητροπούλου κ.ά. Μαζί τους θα είναι και ο Μίλτος Πασχαλίδης ενώ συμμετέχει και η Ασπασία Στρατηγού.
Την περιπέτεια που είχε με τη λογοκρισία ο Μ. Λοΐζος, την έχει διηγηθεί πολλές φορές ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Στο «Δέκα παλικάρια», ο στιχουργός και δημοσιογράφος έγραφε «κι όλη τη νύχτα λέγαμε τραγούδια για τη λευτεριά» που τελικά έγινε «τραγούδια για τη λεβεντιά», ενώ οι στίχοι «πίσω από την πόρτα το καρφί/ και στο καρφί σακάκι», έγιναν: «Πίσω από την πόρτα την κλειστή/ ένα παλιό σακάκι». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τον σκιαγραφεί εύστοχα – άλλωστε τον γνώριζε καλά: «Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος και ονειροπόλος μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Ετσι ήταν ο Μάνος. (...) Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιό του: το χιούμορ. Επαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Επαιζε και με τη ζωή του. Εζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερο από 90, για πολλούς από εμάς».
Τα παιδικά του χρόνια
Σε έναν άλλο φίλο του, τον δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη, μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, το 1974 στο «Τετράδιο»: «Στην Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα απ’ τον δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής. Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί δικής του κατασκευής με το οποίο έπαιζε μ’ ένα δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ωσπου μια μέρα ο πατέρας μου μού αγόρασε ένα απ’ αυτά τα βιολάκια, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του γέρου, πουλούσε τέτοια βιολιά. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που τα ’φτιαχνε. Ωσπου βρέθηκα μια μέρα μ’ ένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι –δώρο του θείου– μια κιθάρα και μετά αποχτήσαμε και πιάνο. Κόντευα πια να γίνω ένας σπουδαίος μουσικός!».
Στο βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Μάνος Λοΐζος», στις συνεντεύξεις του, στους Δημήτρη Γκιώνη («Δημοκρατική Αλλαγή» 1966-67, «Τετράδιο» 1974, «Ελευθεροτυπία» 1979), Γιώργο Λεονταρίτη («Εβδομάδα» 1966), Γιάννη Κοντό και Κώστα Παπαγεωργίου (κρατικό ραδιόφωνο 1982), σε μαρτυρίες που κατέγραψε ο Γ. Τσάμπρας για την επανέκδοση των δίσκων του συνθέτη, ο Μ. Λοΐζος αποκαλύπτεται. «Αν θεωρήσουμε στράτευση τη διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης, τότε σαν ένα ενεργό μέρος κι εγώ αυτής της κοινωνικής συνείδησης θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο». «Μπορώ να μελοποιήσω ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο», είχε πει το 1979. «Αλλά αυτή η ευκολία είναι κίνδυνος. Μπορεί να σε παρασύρει πολύ μακριά».
Ποτέ του δεν κατασκεύασε ένα τραγούδι εν είδει παραγγελίας, υπογραμμίζει ο Μ. Μάτσας. «Πάντα γεννούσε πρωτότυπες μελωδίες, γεμάτες οικειότητα και φιλικότητα προς τον ακροατή». Η συνολική δισκογραφία του δεν ξεπερνά τα 130 τραγούδια. «Κανένα όμως έργο του δεν έμεινε απαρατήρητο». Ο Λοΐζος «υπήρξε ο Χατζιδάκις της γενιάς του. Συναισθηματικοί και οι δύο και βαθιά πολιτικοποιημένοι. Χωρίς υπερβολές όμως. (...) Αδιάφοροι για το χρήμα, γι’ αυτό και σπάταλοι με αυτό, και πάντα απολύτως πιστοί στην αλήθεια της μουσικής και του λόγου τους».
Έντυπη
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου