Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Από την Τρίπολη στην Αδελαΐδα!

Το 1972 δεν είναι μακριά. Πολλοί από εμάς έχουμε μνήμες από εκείνα τα χρόνια. Πριν από σαράντα χρόνια, λοιπόν, αρκετοί συμπολίτες μας αναζητούσαν την τύχη τους στο εξωτερικό. Δεν μιλάμε για την εποχή του Περικλή, αλλά για μόλις χτες. Σήμερα, χιλιάδες συμπολίτες μας ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με εκείνον που επέλεξε ο Δημήτρης Μακρής. Ένα νέο παιδί από το Λεβίδι της Αρκαδίας, έφτασε στην άλλη άκρη του κόσμου, δίχως να μιλάει λέξη εγγλέζικα. Φοβότανε και τους μαύρους...

Αλιεύσαμε την ιστορία από την εφημερίδα «Το Λεβίδι» που εκδίδει ο φιλοτεχνικός σύλλογος του χωριού. Ο Δημήτρης Μακρής έφυγε από το Λεβίδι την εποχή που η Ελλάδα δεν χρώσταγε ούτε ένα δολάριο σε κάποιον ξένο. Ήταν η περίοδος που ανθούσαν οι αριθμοί και οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν...

Είναι μία αφήγηση που λέει πολλά για όσους θέλουν ίσως να δουν μία πραγματικότητα: Που ήμασταν, πού είμαστε και τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον.

«To 1969 ήμουνα 13 χρονών που έφυγα από το Λεβίδι για την σχολή ΟΑΕΔ στην Αθήνα για να μάθω την τέχνη του Υδραυλικού.

Στην Αθήνα ήμουνα 2 χρόνια οικότροφος στη Σχολή και 2 χρόνια σε ενοίκιο.

Αναγκάστηκα να φύγω για την Αυστραλία διότι έβλεπα ότι δεν υπήρχε μέλλον στην Ελλάδα. Ήθελα να δώσω την ευκαιρία στη ζωή μου για κάτι καλύτερο. Το 1972 με Τουριστική Βίζα έφυγα για την Αυστραλία (πρώτη φορά έμπαινα σε αεροπλάνο).

Φτάνοντας στην Αδελαΐδα με περίμενε η ξαδέλφη μου η Βασιλική Κοτσιάντου.

Οι λαμαρινένιες σκεπές των σπιτιών ήταν εκείνες που μου έκαναν την πρώτη εντύπωση. Τι παράξενο! Την άλλη μέρα με πήρε ένας γείτονας έλληνας να πάμε για δουλειά στο εργοστάσιο. Για να πάρω όμως ολόκληρο το μεροκάματο μεγάλωσα την ηλικία μου. Έτσι με κράτησαν στη δουλειά. Την πρώτη μέρα δούλεψα 16 ώρες και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την άλλη μέρα να μην μπορώ να κουνηθώ. Συνέχισα όμως εκεί για 11 μήνες βλέποντας ότι τα χρήματα ήταν τριπλάσια από ότι ήταν στην Ελλάδα. Στο διάστημα αυτό γνώρισα μια κοπέλα στο χορό των Μπονταϊτών. Αλλά μετά χαθήκαμε. Τον 11ο μήνα είχε λήξει η Βίζα και ήμουνα με παράτα.

Τότε με έπιασε η Πολιτεία στο Εργοστάσιο και μου είπαν πως θα με στείλουν στην Ελλάδα. Βρέθηκα μόνος μου χωρίς βοήθεια, η ξαδέλφη μου ήταν στην Ελλάδα, γλώσσα δεν ήξερα, ο γείτονας αργούσε να σχολάσει και έπιανα την κουβέντα στους Αστυνομικούς ώσπου να έρθει. Δεν μου επέτρεπαν να τηλεφωνήσω σε κανέναν. Όταν ήρθε ο γείτονας του εξήγησαν ότι πρέπει να φύγω διότι είχε λήξει η παραμονή μου. Και έτσι κατέληξα στη φυλακή. Ότι είχα μου τα πήραν όλα. Με έντυσαν με τα ρούχα των φυλακισμένων, άλλο μου έκανε και άλλο όχι. Το παντελόνι μου έπεφτε μακρύ γιατί ήταν μεγάλο αλλά μεγάλη και η λουρίδα. Με ένα σύρμα που βρήκα κάτω από το στρώμα έκανα μία τρύπα για να μην μου πέφτει. Με έβαλαν σε ένα κελί. Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Το φαγητό δεν κατέβαινε κάτω, ήταν αηδία. Μόνο ένα κομμάτι ψωμί έτρωγα όλη την ημέρα. Γύρω μου ήταν μαύροι, φοβόμουνα, γλώσσα δεν ήξερα για να συνεννοηθώ με κανέναν. Τα μάτια μου καρφωμένα στο ταβάνι και όλη νύχτα σκεφτόμουνα. 

Την άλλη μέρα στο προαύλιο για καλή μου τύχη βρήκα ένα φυλακισμένο Έλληνα και τον ρώτησα, τι κάνουμε τώρα; Μου είπε πως θα μας έβγαζαν φωτογραφία με αριθμό. Την δεύτερη μέρα με επισκέφθηκε μια ξαδέλφη μου και της είπα κάνε κάτι να φύγω από εδώ μέσα. Δεν έκανα τίποτα, είμαι αθώος. Το άλλο βράδυ βρέθηκα στο ίδιο κελί με ένα Γερμανό. Αδύνατο να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε και να εξηγήσει ο ένας στον άλλον γιατί είμαστε εκεί μέσα. Όμως με τα νοήματα καταφέραμε να συνεννοηθούμε και να γίνουμε φίλοι. Στο προαύλιο μου έδωσε ένα στριφτό τσιγάρο. Τι ανακούφιση Θεέ μου. Με πήγε στο μπιλιάρδο να παίξουμε. Εκεί ήταν όλοι Μαύροι. Στην αρχή τους φοβόμουνα αλλά τελικά τους νικήσαμε. 

Την τρίτη ημέρα ακούω να φωνάζουν το όνομά μου και μου δίνουν δύο πακέτα τσιγάρα. Αναπάντεχο για μένα. Τα κάπνιζα το ένα μετά το άλλο. Την τέταρτη μέρα αφού με πέρασαν από γιατρούς μου είπαν ότι επιτέλους αποφυλακίζομαι. Αυτές οι 4 ημέρες μου φάνηκαν 40 χρόνια. Ήρθαν και με πήραν τα ξαδέλφια μου (Κανέλλα Παρασκευοπούλου  και Γιάννης Τσιώλης) και πήγαμε στην Πρεσβεία. Εκεί βλέπω τους ανθρώπους που με είχαν πιάσει. Ήταν η Ασφάλεια του Κράτους. Μόλις τους είδα μπροστά μου αναστατώθηκα και άρχισα να τους βρίζω και να τους απειλώ, ότι και να με διώξετε εγώ θα ξανάρθω αλλά να μην σας βρω μπροστά μου γιατί θα σας σκοτώσω. Ευτυχώς  η Ελληνίδα διερμηνέας δεν τα μετέφρασε γιατί πάνω στα νεύρα μου έλεγα ότι ήθελα. Μου είπαν λοιπόν διάλεξε, ή φεύγεις σε 8 μέρες  για την Ελλάδα ή θα ξαναπάς μέσα. Τη δύσκολη αυτή στιγμή με σώζει το χαρτί του Υδραυλικού και με τη βοήθεια γνωστού Υπουργού έμεινα στην Αυστραλία. 

Μετά από πολλές  δουλειές (χυτήριο, μανάβικο, εργοστάσιο, φαστφουντάδικο) άρχισα να μαθαίνω τη γλώσσα. Πήγα όμως και 4 μήνες σε σχολείο. Οι συγγενείς προσπαθούσαν με διάφορα προξενιά να με κρατήσουν εκεί.  Εγώ όμως σκεφτόμουν εκείνη την κοπέλα που είχα γνωρίσει στο χορό των Μπονταϊτών. Εμαθα που δούλευε ξανασμίξαμε και δώσαμε υπόσχεση γάμου. Το 1977 παντρευτήκαμε με την Σμαράγδω Τζώρτζη από του Μποντιά και αποκτήσαμε δύο παιδιά. Είδα ότι η δουλειά που έκανα δεν είχε μέλλον. Έβλεπα τους άλλους που είχαν προοδεύσει με δικά τους μαγαζιά και ήθελα να τους μοιάσω. Ετσι λοιπόν αγόρασα το πρώτο μαγαζί. Το 1988 έκανα εσωτερική μετανάστευση σε άλλη πολιτεία, 2000 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί δούλεψα 3 χρόνια. Πήγα πολύ καλά και γύρισα πάλι στην Αδελαΐδα. Αγόρασα άλλο μαγαζί και 10 χρόνια ήμουνα ευχαριστημένος. Η τύχη  είχε αρχίσει να μου χαμογελάει. Έγινα εργολάβος αγοράζοντας σπίτια. Είμαι ευχαριστημένος με την οικογένειά μου και δεν ξεχνάμε να επισκεπτόμαστε την πατρίδα μας κάθε χρόνο».

Υπεύθυνος για την φιλοξενία 

Θανάσης Μαυρίδης       ( στο  Capital.gr   )

ΣΧΟΛΙΟ:
1) Ολοι εμείς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην Αρκαδία έχουμε συγγενείς που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, στον Καναδά ή στην Αυστραλία, αναζητώντας "μια καλύτερη ζωή". Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς με Βίζα, συνήθως με "πρόσκληση" από κάποιο συγγενή τους. 
Υπάρχουν διηγήσεις με ανάλογες "ταλαιπωρίες" συγγενών, αλλά  πολλά χρόνια πριν το 72. Τη δεκαετία του 70  η  μετανάστευση ήταν προγραμματισμένη. Ο καθένας ήξερε που πήγαινε και κάποιος τον περίμενε.

2) Δεν θα συμφωνήσω με την άποψη, ότι το 1972 ανθούσαν οι αριθμοί και οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν. Ένας καλός υδραυλικός τη δεκαετία του 70 και του 80 έβγαζε στην Ελλάδα καλά λεφτά !!! Θυμηθείτε το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη με το γιατρό & τον υδραυλικό! 
Τότε πολλοί πίστευαν, ότι υπήρχε  μέλλον στην Ελλάδα!!! 
Δεν ήμασταν στη δεκαετία του 50!!!  Η  οικοδομή  "είχε λεφτά". 
Με λίγα λόγια  θέλω να πω, ότι αν όλα αυτά συνέβαιναν το 1952, "ο ήρωας"  της ιστορίας θα ήταν δικαιολογημένος  να φύγει κάτω από αυτές τις συνθήκες για να δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία για κάτι καλύτερο!
 
3) Δεν με εκπλήσσει ο τρόπος αντιμετώπισης των μεταναστών χωρίς Βίζα από ένα οργανωμένο κράτος!!!   "Χωρίς άδεια φεύγεις μέσα σε οκτώ μέρες" !!! 

4) Σίγουρα "Είναι μία αφήγηση που λέει πολλά για όσους θέλουν ίσως να δουν μία πραγματικότητα: Που ήμασταν, πού είμαστε και τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον". Κυρίως το τελευταίο!!!

5) Ποιος να ήταν ο Υπουργός;;;





Πηγή:www.capital.gr

1 σχόλιο:

  1. Όσο και να μη μας συμφέρει η αντιμετώπισή του κράτους απέναντι στο μετανάστη μου φαίνεται σωστή.. Σύντομα και συνοπτικά, χωρίς να ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα του ζήτησαν να πάει πίσω στην πατρίδα του.. Και το γεγονός ότι έμεινε σημαίνει ότι προφανώς αν γινόσουνα νόμιμος έμενες..
    Νομίζω πως σήμερα οι Έλληνες, καταρχάς λόγω της Ευρωπαικής Ένωσης, λόγω του ότι πολλά παιδιά σπούδασαν έξω και λόγω του "καλού ονόματος" που έκαναν οι Έλληνες επιστήμονες μπορούν να φύγουν με καλύτερες προϋποθέσεις απ'αυτές που περιγράφονται στην παραπάνω ιστορία. Ωστόσο ένα ακόμα νόημα που μου δίνει το κείμενο είναι ότι πρέπει και να το παλεύεις ακόμα κι όταν δεν έχεις ξεκάθαρη προοπτική έξω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή