The xx, Τζέσι Γουέρ και Ντέιβιντ Μπερν ακολουθούν κατά πόδας
Δεκαετίες τώρα θυμάμαι εκείνη τη μαγική στιγμή που ακούω ένα άλμπουμ το οποίο και καθορίζει την ιεραρχία σε μία πιθανή δεκάδα με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Φέτος αυτή η στιγμή άργησε να έλθει. Και αυτό, όχι γιατί δεν άκουσα εκπληκτικά πράγματα τόσους μήνες με πρώτο και καλύτερο το υπέροχο δεύτερο άλμπουμ του Perfect Genius, «Put Your Back N 2 It» αλλά και το ντεμπούτο άλμπουμ του Frank Ocean, «Channel Orange» το οποίο και έδωσε νέα διάσταση στην μαύρη μουσική, που έδειχνε να κάνει συνεχώς βήματα προς τα πίσω. Ηλθε όμως άλμπουμ των The xx και κυρίως το νέο που Μπομπ Ντύλαν και έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους έτσι όπως πολύ απλά είχε κάνει πέρυσι η Πόλι Χάρβεϊ.
Bob Dylan - The Tempest
Columbia
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 όπου άρχισε δειλά - δειλά το downloading είχα επισημάνει αρκετές φορές πως αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο_ μέχρι να σταθεροποιηθεί ως φόρμα_ θα σημάνει το τέλος του άλμπουμ όπως το ξέραμε. Δηλαδή του άλμπουμ που κινείται βάσει στόχου, οράματος αν θέλετε, και στο οποίο ο καλλιτέχνης δεν βολεύεται στο να καταθέσει καταϊδρωμένος και βιαστικά το ελάχιστο που μπορεί, μέσα από δύο-τρία τραγούδια, καθώς το σύνολο της δουλειάς του είναι καταδικασμένο να μην ακουστεί, μέσα στο χαός μίας συσκευής mp3. Ετσι φτάσαμε στο σημείο_φυσικά υπάρχουν και άλλοι λόγοι_ όπου μέσα στο νέο μιλένιουμ έπαψαν να υπάρχουν νέα μουσικά κινήματα, σταμάτησαν να κυκλοφορούν εντυπωσιακά άλμπουμ πλην λαμπρών εξαιρέσεων και μεγενθύθηκαν ασημαντότητες ελλείψει των δύο προηγούμενων. Ο Μπομπ Ντύλαν είναι τυχερός γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτού του είδους την τεχνολογική εξέλιξη. Για αυτόν οι βασικές αρχές, ότι δηλαδή έχει δέκα στιχουργικές εμπνεύσεις, ισόποσες μουσικές προτάσεις, αξιόλογους μουσικούς στο πλάι του, μία μουσική παράδοση πλούσια και ικανή να τον συντρέξει ανά πάσα στιγμή αλλά και τις εκάστοτε πρωτοπορίες των στούντιο ηχογραφήσεων, παρέμειναν οι σταθερές για την δημιουργία ενός καλού άλμπουμ.
Και εκεί που όλοι χάνονταν στο λαβύρινθο του εντυπωσιασμού ο Ντύλαν σε ηλικία 71 ετών κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που τσακίζει με μία κίνηση όχι μόνο όλους όσοι τον αντιγράφουν αλλά και όσους προσπαθούν να ανακαλύψουν την πυρίτιδα εν έτει 2012. Ενα άλμπουμ που ο Νικ Κέιβ θα έδινε το δεξί του χέρι να το κάνει δικό του, οι μισοί νεόκοποι ρόκερς δεν έχουν τα κότσια να ηχογραφήσουν ούτε κατά διάνοια και που τέλος αν κυκλοφορούσε το 1970 όλοι θα παραληρούσαν.
Χονδρικά για να δώσω το στίγμα του άλμπουμ θα έλεγα ότι περισσότερο από ποτέ τελειοποιεί τη μέθοδο της μέχρι εξαντλήσεως χρήσης του κουπλέ βάζοντας στην άκρη το ρεφρέν, με πιο θαυμαστή περίπτωση το συγκλονιστικό «Tin Angel». Στιχουργικά δε, πέρα από το γνωστό τρίπτυχο ζωή-έρωτας-θάνατος και κυρίως το τελευταίο βρίσκει τον τρόπο σας άλλος Πρόσπερος να λέει τις ιστορίες του από μία απόσταση για πρώτη φορά. Είναι δε και πονηρός ο άτιμος, τουλάχιστον για τα δικά μου στάνταρτ, αφού το πρώτο κομμάτι το «Duquesne Whistle», ένα τραγούδι του τρένου, πέρα από τους εξαιρετικούς στίχους, μουσικά απλώς θα μου έντυνε όμορφα το βράδυ σε ένα μπαρ κάπου στα βάθη των Μεσοδυτικών Πολιτειών και τίποτε περισσότερο. Τι μπορεί να πει κανείς για τη συνέχεια; Το χόνκι-τονκ «Soon After Midnight» με την ατάκα «Ι' searching for phrases/ to sing your praises» αφήνει την υπόνοια ότι δεν πρόκειται για μία ξεπέτα ενός ακόμη γερόλυκου. Το «Narrow Road» πιστοποιεί το γεγονός ότι ο Ντύλαν προφανώς ξαναγράφει ιστορία και στο «Pay In Blood» βρυχάται ως άλλος Screamin' Jay Hawkins προτάσσοντας την γεροντική φωνή του και δείχνοντας τα δόντια του. Το «Scarlet Town» και το «Tin Angel» είμαι σίγουρός ότι μπορούν να μπουν στην τριαντάδα με τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Ντύλαν. Το ομώνυμο τραγούδι, ένα 14λεπτο επικό αριστούργημα αφηγείται την βύθιση του Τιτανικού, και το πανικό των τελευταίων στιγμών ως επιστέγασμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Συγκινητικό και το φινάλε με το «Roll on John» στο οποίο αποτίει φόρο τιμής στον φίλο του Τζον Λένον, ίσως ό,τι πιο συγκινητικό έχει γράψει από το «Sara» του «Desire». Γούντι Γκάθρι επιρροές, φονικές μπαλάντες, αγγλική φολκ, μπλουζ αλά Μάντι Γουότερς, όλα περασμένα μέσα από μία εξαιρετική παραγωγή που υπόσχεται ακόμη περισσότερα για το μέλλον. Γιατί πολλοί πίστεψαν ότι πρόκειται για το κύκνειο άσμα του όπως συνέβη και με την «Τρικυμία» του Σέξσπιρ για να διευκρινίσει πολύ γρήγορα ο Ντύλαν πως «Ο Σέξσπιρ ονόμασε το έργο του "The Tempest" ενώ εγώ "Tempest" και αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα» Και όπως επισημαίνει στο «Early Roman Kings»: «Δεν έχω πεθάνει ακόμη, το κουδούνι μου βαρά ακόμη». Και όχι μόνο θα πρόσθετα εγώ αφού καταφέρνει τόσα θαυμαστά στο 35ο στούντιο άλμπουμ του_στο πλάισιο ενός σερί εκπληκτικών άλμπουμ την τελευταία δεκαπενταετία που ξεκίνησε με το «Love And Theft», πέρασε στο «Modern Times» και έφτασε στο «Tempest».
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεκαετίες τώρα θυμάμαι εκείνη τη μαγική στιγμή που ακούω ένα άλμπουμ το οποίο και καθορίζει την ιεραρχία σε μία πιθανή δεκάδα με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Φέτος αυτή η στιγμή άργησε να έλθει. Και αυτό, όχι γιατί δεν άκουσα εκπληκτικά πράγματα τόσους μήνες με πρώτο και καλύτερο το υπέροχο δεύτερο άλμπουμ του Perfect Genius, «Put Your Back N 2 It» αλλά και το ντεμπούτο άλμπουμ του Frank Ocean, «Channel Orange» το οποίο και έδωσε νέα διάσταση στην μαύρη μουσική, που έδειχνε να κάνει συνεχώς βήματα προς τα πίσω. Ηλθε όμως άλμπουμ των The xx και κυρίως το νέο που Μπομπ Ντύλαν και έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους έτσι όπως πολύ απλά είχε κάνει πέρυσι η Πόλι Χάρβεϊ.
Bob Dylan - The Tempest
Columbia
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 όπου άρχισε δειλά - δειλά το downloading είχα επισημάνει αρκετές φορές πως αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο_ μέχρι να σταθεροποιηθεί ως φόρμα_ θα σημάνει το τέλος του άλμπουμ όπως το ξέραμε. Δηλαδή του άλμπουμ που κινείται βάσει στόχου, οράματος αν θέλετε, και στο οποίο ο καλλιτέχνης δεν βολεύεται στο να καταθέσει καταϊδρωμένος και βιαστικά το ελάχιστο που μπορεί, μέσα από δύο-τρία τραγούδια, καθώς το σύνολο της δουλειάς του είναι καταδικασμένο να μην ακουστεί, μέσα στο χαός μίας συσκευής mp3. Ετσι φτάσαμε στο σημείο_φυσικά υπάρχουν και άλλοι λόγοι_ όπου μέσα στο νέο μιλένιουμ έπαψαν να υπάρχουν νέα μουσικά κινήματα, σταμάτησαν να κυκλοφορούν εντυπωσιακά άλμπουμ πλην λαμπρών εξαιρέσεων και μεγενθύθηκαν ασημαντότητες ελλείψει των δύο προηγούμενων. Ο Μπομπ Ντύλαν είναι τυχερός γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτού του είδους την τεχνολογική εξέλιξη. Για αυτόν οι βασικές αρχές, ότι δηλαδή έχει δέκα στιχουργικές εμπνεύσεις, ισόποσες μουσικές προτάσεις, αξιόλογους μουσικούς στο πλάι του, μία μουσική παράδοση πλούσια και ικανή να τον συντρέξει ανά πάσα στιγμή αλλά και τις εκάστοτε πρωτοπορίες των στούντιο ηχογραφήσεων, παρέμειναν οι σταθερές για την δημιουργία ενός καλού άλμπουμ.
Και εκεί που όλοι χάνονταν στο λαβύρινθο του εντυπωσιασμού ο Ντύλαν σε ηλικία 71 ετών κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που τσακίζει με μία κίνηση όχι μόνο όλους όσοι τον αντιγράφουν αλλά και όσους προσπαθούν να ανακαλύψουν την πυρίτιδα εν έτει 2012. Ενα άλμπουμ που ο Νικ Κέιβ θα έδινε το δεξί του χέρι να το κάνει δικό του, οι μισοί νεόκοποι ρόκερς δεν έχουν τα κότσια να ηχογραφήσουν ούτε κατά διάνοια και που τέλος αν κυκλοφορούσε το 1970 όλοι θα παραληρούσαν.
Χονδρικά για να δώσω το στίγμα του άλμπουμ θα έλεγα ότι περισσότερο από ποτέ τελειοποιεί τη μέθοδο της μέχρι εξαντλήσεως χρήσης του κουπλέ βάζοντας στην άκρη το ρεφρέν, με πιο θαυμαστή περίπτωση το συγκλονιστικό «Tin Angel». Στιχουργικά δε, πέρα από το γνωστό τρίπτυχο ζωή-έρωτας-θάνατος και κυρίως το τελευταίο βρίσκει τον τρόπο σας άλλος Πρόσπερος να λέει τις ιστορίες του από μία απόσταση για πρώτη φορά. Είναι δε και πονηρός ο άτιμος, τουλάχιστον για τα δικά μου στάνταρτ, αφού το πρώτο κομμάτι το «Duquesne Whistle», ένα τραγούδι του τρένου, πέρα από τους εξαιρετικούς στίχους, μουσικά απλώς θα μου έντυνε όμορφα το βράδυ σε ένα μπαρ κάπου στα βάθη των Μεσοδυτικών Πολιτειών και τίποτε περισσότερο. Τι μπορεί να πει κανείς για τη συνέχεια; Το χόνκι-τονκ «Soon After Midnight» με την ατάκα «Ι' searching for phrases/ to sing your praises» αφήνει την υπόνοια ότι δεν πρόκειται για μία ξεπέτα ενός ακόμη γερόλυκου. Το «Narrow Road» πιστοποιεί το γεγονός ότι ο Ντύλαν προφανώς ξαναγράφει ιστορία και στο «Pay In Blood» βρυχάται ως άλλος Screamin' Jay Hawkins προτάσσοντας την γεροντική φωνή του και δείχνοντας τα δόντια του. Το «Scarlet Town» και το «Tin Angel» είμαι σίγουρός ότι μπορούν να μπουν στην τριαντάδα με τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Ντύλαν. Το ομώνυμο τραγούδι, ένα 14λεπτο επικό αριστούργημα αφηγείται την βύθιση του Τιτανικού, και το πανικό των τελευταίων στιγμών ως επιστέγασμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Συγκινητικό και το φινάλε με το «Roll on John» στο οποίο αποτίει φόρο τιμής στον φίλο του Τζον Λένον, ίσως ό,τι πιο συγκινητικό έχει γράψει από το «Sara» του «Desire». Γούντι Γκάθρι επιρροές, φονικές μπαλάντες, αγγλική φολκ, μπλουζ αλά Μάντι Γουότερς, όλα περασμένα μέσα από μία εξαιρετική παραγωγή που υπόσχεται ακόμη περισσότερα για το μέλλον. Γιατί πολλοί πίστεψαν ότι πρόκειται για το κύκνειο άσμα του όπως συνέβη και με την «Τρικυμία» του Σέξσπιρ για να διευκρινίσει πολύ γρήγορα ο Ντύλαν πως «Ο Σέξσπιρ ονόμασε το έργο του "The Tempest" ενώ εγώ "Tempest" και αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα» Και όπως επισημαίνει στο «Early Roman Kings»: «Δεν έχω πεθάνει ακόμη, το κουδούνι μου βαρά ακόμη». Και όχι μόνο θα πρόσθετα εγώ αφού καταφέρνει τόσα θαυμαστά στο 35ο στούντιο άλμπουμ του_στο πλάισιο ενός σερί εκπληκτικών άλμπουμ την τελευταία δεκαπενταετία που ξεκίνησε με το «Love And Theft», πέρασε στο «Modern Times» και έφτασε στο «Tempest».
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από ΤΟ ΒΗΜΑ
Θα θελα να το ακούσω.. Είναι καλό? Το προηγούμενό του δεν μου άρεσε καθόλου παρ'ότι το αγόρασα για να το ακούσω.. Αυτό αν δεν το ακούσω δεν αγοράζω τίποτα ! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν έχω άποψη !
Διαγραφή