Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Αποπληρωμή του χρέους σε 40 ετήσιες δόσεις (α) χωρίς διαγραφή (360 δις €) και (β) με διαγραφή 100 δις € (260 δις €)
Σημείωση: Για διευκόλυνση, δεν συνυπολογίζουμε τη συνεχή μείωση των ετησίων τόκων, λόγω της αποπληρωμής των δόσεων του χρέους. Το 1,25% είναι το επιτόκιο, με το οποίο δανείζει σήμερα η ΕΚΤ τις τράπεζες.
Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα Ι, η ετήσια επιβάρυνση (τοκοχρεολύσια), χωρίς διαγραφή χρέους και με 1,25% επιτόκιο θα ήταν της τάξης των 13,5 δις € - ενώ με διαγραφή 100 δις € και με επιτόκιο 8% θα ήταν 27,3 δις €. Επομένως, η μη διαγραφή και η επιβάρυνση μας με χαμηλό επιτόκιο, θα ήταν μία πολύ πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα – παράλληλα, η λύση αυτή θα ήταν σχετικά εφικτή στην επίτευξη της, καθώς επίσης απόλυτα έντιμη, ενώ δεν θα υποχρέωνε τις τράπεζες μας να «ξεπουληθούν» στους ξένους εισβολείς.
Περαιτέρω, στο ίδιο άρθρο είχαμε επισημάνει πως, με βάση τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι, εάν ένα κράτος θέλει να αποφύγει τη χρεοκοπία, οφείλει να ακολουθήσει μία διαφορετική οικονομική πολιτική όσον αφορά τα ελλείμματα του προϋπολογισμού του (η οποία να επικεντρώνεται στη μείωση των περιττών δαπανών λειτουργίας του και όχι στους φόρους), μία δεύτερη όσον αφορά τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου του (αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω κάποιας λογικής εσωτερικής υποτίμησης, μείωση των φόρων, παραγωγικές επενδύσεις, εξαγωγές), καθώς επίσης μία τρίτη, όσον αφορά τα χρέη και τους τόκους εξυπηρέτησης τους (αναδιαπραγμάτευση, ανάπτυξη). Ειδικότερα τώρα τα εξής:
(α) Δημόσιο χρέος και τόκοι: Σύμφωνα με πρόσφατες, επίσημες αναφορές των ΜΜΕ, το Ελληνικό δημόσιο εμφανίζεται ως διαπραγματευτής της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου (Πύρρειος Χρεοκοπία), ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτοί που συζητούν λοιπόν με τους διεθνείς δανειστές μας είναι η ΕΕ και το ΔΝΤ – με την Ελλάδα να παραμένει θεατής των εξελίξεων (γεγονός που έχουμε επισημάνει πολλές φορές στο παρελθόν).
Παράλληλα, τόσο η Ευρωπαϊκή Βαρυχειμωνιά, όσο και η «Αλλαγή Παραδείγματος, η οποία χαρακτηρίζει την εποχή μας, επιδεινώνουν τις προοπτικές για το 2012 – παρά το ότι εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ότι θα είναι το έτος εξόδου μας από την κρίση (καλής ή κακής).
Κατά την άποψη μας, αυτό που θα έπρεπε να συμβεί για να υπάρξει μέλλον για την Ελλάδα, θα ήταν ένας ριζικός διαχωρισμός των τομέων αυτών από τον προϋπολογισμό μας – μία τοποθέτηση τους καλύτερα σε ένα θεωρητικό «επενδυτικό κεφάλαιο» με έναν «Ισολογισμό», στη μία πλευρά του οποίου θα ήταν τα χρέη και οι τόκοι εξυπηρέτησης τους, ενώ στην άλλη αναλυτικά τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων τωνπολεμικών επανορθώσεων και του υπογείου πλούτου).
Έτσι θα μπορούσε να εξασφαλισθεί μία καθαρή εικόνα των «μεγεθών» μας, με στόχο την αναζήτηση της ορθολογικής χρηματοδότησης τους - παράλληλα με τις προσπάθειες κάλυψης τόκων και χρεολυσίων, από τη σωστή εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.
(β) Εξωτερικό Ισοζύγιο: Στόχος θα πρέπει να είναι ο ισοσκελισμός των μεγεθών του – με τη βοήθεια της μείωσης των εισαγωγών, καθώς επίσης της αύξησης των εξαγωγών.
Για να μπορέσει να επιτευχθεί η αύξηση των εξαγωγών (εισροή συναλλάγματος) απαιτούνται μεταξύ άλλων επενδύσεις στη γεωργία (η οποία θα αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους μελλοντικούς τομείς κερδοφορίας παγκοσμίως), καλύτερη «εμπορική» εκμετάλλευση των τουριστικών υποδομών μας και προσέλκυση της ελληνικής Ναυτιλίας στη χώρα της.
Από την άλλη πλευρά, για να μειωθούν οι εισαγωγές θα πρέπει να παράγουμε τουλάχιστον εκείνα τα προϊόντα, για τα οποία υπάρχουν οι προϋποθέσεις – επομένως, απαιτούνται παραγωγικές επενδύσεις από Έλληνες και Ευρωπαίους, οι οποίες μπορούν να εξασφαλισθούν εάν περιορισθεί η γραφειοκρατία, η διαπλοκή και η διαφθορά, με την παράλληλο φορολογικό/επενδυτικό εξορθολογισμό. Σε κάθε περίπτωση, όσο δεν επενδύουν οι ίδιοι οι Έλληνες, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα από όλους τα μειονεκτήματα της χώρας τους, είναι παράλογο να περιμένουμε ότι θα επενδύσουν οι ξένοι – «εταίροι» μας και μη.
(γ) Προϋπολογισμός: Στόχος εδώ είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων – ειδικά μετά τη διαφορετική αντιμετώπιση (τοποθέτηση) χρέους και τόκων, όπως την αναλύσαμε παραπάνω. Στα πλαίσια αυτά, η εγκατάσταση της άμεσης Δημοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να είναι καταλυτική.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη δύο Γερμανίδων οικονομολόγων, οι οποίες ανέλυσαν την πρόοδο των δημοσίων οικονομικών όλων των 25 ελβετικών καντονιών τα τελευταία 110 έτη, όσο πιο πολύ συμμετέχουν οι Πολίτες στον έλεγχο των δημοσίων δαπανών, τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα. Ειδικά σε εκείνα τα ελβετικά καντόνια (15), στα οποία διενεργούνται αυτόματα δημοψηφίσματα, σε σχέση με τις προγραμματιζόμενες δημόσιες δαπάνες (όπως για παράδειγμα, την ανέγερση ενός κρατικού νοσοκομείου), τα αποτελέσματα (θετικοί προϋπολογισμοί) είναι καταπληκτικά.
Μεταξύ των ετών 1980 και 1999 διενεργήθηκαν 461 διαφορετικά τοπικά δημοψηφίσματα για θέματα προϋπολογισμού, εκ των οποίων το 86% (περίπου 397) ήταν υπέρ των δαπανών που προτάθηκαν. Κατά μέσον όρο, οι δαπάνες των καντονιών στα οποία διενεργούνται αυτόματα δημοψηφίσματα είναι 12% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των άλλων καντονιών. Εκτός αυτού αποδείχθηκε ότι, ακόμη και η απειλή ενός δημοψηφίσματος αρκεί για να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες (σπατάλες) οι πολιτικοί. Όπως γράφουν δε χαρακτηριστικά οι δύο οικονομολόγοι:
«Στα πλαίσια μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δεν συμβαδίζουν οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα των Πολιτών με αυτά των κυβερνώντων – με τη βοήθεια της άμεσης δημοκρατίας, το δημοκρατικό αυτό «έλλειμμα» καταπολεμάται με επιτυχία, οπότε επανέρχονται οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί».
Στα πλαίσια μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δεν συμβαδίζουν οι επιθυμίες των Πολιτών με αυτές των κυβερνώντων – με τη βοήθεια της άμεσης δημοκρατίας, επανέρχονται οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί
Όπως αναφέραμε πρόσφατα (Η συναίνεση του Βερολίνου), η μείωση των δαπανών, η αύξηση των εσόδων, το ύψος του επιτοκίου, καθώς επίσης ο χρόνος αποπληρωμής, από τον οποίο εξαρτώνται οι εκάστοτε δόσεις, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους – ενώ η αύξηση των εσόδων μπορεί να προέλθει είτε από υψηλότερους φόρους, είτε από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Σε γενικές γραμμές δε, με δεδομένα τα έσοδα και τις δαπάνες, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ, υποθέτοντας δηλαδή ότι είναι σταθερά, ο ρυθμός ανάπτυξης πρέπει να ξεπερνάει το ύψος του επιτοκίου - έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ποσοστιαία επί του ΑΕΠ μείωση του χρέους.
Από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί, τεκμηριώνεται το γεγονός ότι, το χρέος της Ελλάδας θα ήταν πολύ καλύτερα διαχειρίσιμο, εάν το επιτόκιο διαμορφωνόταν στο 1,25% (1% είναι το σημερινό βασικό της ΕΚΤ) - χωρίς καμία διαγραφή χρέους και με δόσεις εξόφλησης 40 ετών.
Όπως αναφέραμε πρόσφατα (Η συναίνεση του Βερολίνου), η μείωση των δαπανών, η αύξηση των εσόδων, το ύψος του επιτοκίου, καθώς επίσης ο χρόνος αποπληρωμής, από τον οποίο εξαρτώνται οι εκάστοτε δόσεις, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους – ενώ η αύξηση των εσόδων μπορεί να προέλθει είτε από υψηλότερους φόρους, είτε από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Σε γενικές γραμμές δε, με δεδομένα τα έσοδα και τις δαπάνες, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ, υποθέτοντας δηλαδή ότι είναι σταθερά, ο ρυθμός ανάπτυξης πρέπει να ξεπερνάει το ύψος του επιτοκίου - έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ποσοστιαία επί του ΑΕΠ μείωση του χρέους.
Από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί, τεκμηριώνεται το γεγονός ότι, το χρέος της Ελλάδας θα ήταν πολύ καλύτερα διαχειρίσιμο, εάν το επιτόκιο διαμορφωνόταν στο 1,25% (1% είναι το σημερινό βασικό της ΕΚΤ) - χωρίς καμία διαγραφή χρέους και με δόσεις εξόφλησης 40 ετών.
Δημόσιο Χρέος | Τόκοι | Χρεολύσια | Σύνολο |
360 δις € με 1,25% | 4,50 | 9,00 | 13,50 |
260 δις € με 8,00% | 20,80 | 6,50 | 27,30 |
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Αποπληρωμή του χρέους σε 40 ετήσιες δόσεις (α) χωρίς διαγραφή (360 δις €) και (β) με διαγραφή 100 δις € (260 δις €)
Σημείωση: Για διευκόλυνση, δεν συνυπολογίζουμε τη συνεχή μείωση των ετησίων τόκων, λόγω της αποπληρωμής των δόσεων του χρέους. Το 1,25% είναι το επιτόκιο, με το οποίο δανείζει σήμερα η ΕΚΤ τις τράπεζες.
Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα Ι, η ετήσια επιβάρυνση (τοκοχρεολύσια), χωρίς διαγραφή χρέους και με 1,25% επιτόκιο θα ήταν της τάξης των 13,5 δις € - ενώ με διαγραφή 100 δις € και με επιτόκιο 8% θα ήταν 27,3 δις €. Επομένως, η μη διαγραφή και η επιβάρυνση μας με χαμηλό επιτόκιο, θα ήταν μία πολύ πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα – παράλληλα, η λύση αυτή θα ήταν σχετικά εφικτή στην επίτευξη της, καθώς επίσης απόλυτα έντιμη, ενώ δεν θα υποχρέωνε τις τράπεζες μας να «ξεπουληθούν» στους ξένους εισβολείς.
Περαιτέρω, στο ίδιο άρθρο είχαμε επισημάνει πως, με βάση τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι, εάν ένα κράτος θέλει να αποφύγει τη χρεοκοπία, οφείλει να ακολουθήσει μία διαφορετική οικονομική πολιτική όσον αφορά τα ελλείμματα του προϋπολογισμού του (η οποία να επικεντρώνεται στη μείωση των περιττών δαπανών λειτουργίας του και όχι στους φόρους), μία δεύτερη όσον αφορά τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου του (αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω κάποιας λογικής εσωτερικής υποτίμησης, μείωση των φόρων, παραγωγικές επενδύσεις, εξαγωγές), καθώς επίσης μία τρίτη, όσον αφορά τα χρέη και τους τόκους εξυπηρέτησης τους (αναδιαπραγμάτευση, ανάπτυξη). Ειδικότερα τώρα τα εξής:
(α) Δημόσιο χρέος και τόκοι: Σύμφωνα με πρόσφατες, επίσημες αναφορές των ΜΜΕ, το Ελληνικό δημόσιο εμφανίζεται ως διαπραγματευτής της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου (Πύρρειος Χρεοκοπία), ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτοί που συζητούν λοιπόν με τους διεθνείς δανειστές μας είναι η ΕΕ και το ΔΝΤ – με την Ελλάδα να παραμένει θεατής των εξελίξεων (γεγονός που έχουμε επισημάνει πολλές φορές στο παρελθόν).
Παράλληλα, τόσο η Ευρωπαϊκή Βαρυχειμωνιά, όσο και η «Αλλαγή Παραδείγματος, η οποία χαρακτηρίζει την εποχή μας, επιδεινώνουν τις προοπτικές για το 2012 – παρά το ότι εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ότι θα είναι το έτος εξόδου μας από την κρίση (καλής ή κακής).
Κατά την άποψη μας, αυτό που θα έπρεπε να συμβεί για να υπάρξει μέλλον για την Ελλάδα, θα ήταν ένας ριζικός διαχωρισμός των τομέων αυτών από τον προϋπολογισμό μας – μία τοποθέτηση τους καλύτερα σε ένα θεωρητικό «επενδυτικό κεφάλαιο» με έναν «Ισολογισμό», στη μία πλευρά του οποίου θα ήταν τα χρέη και οι τόκοι εξυπηρέτησης τους, ενώ στην άλλη αναλυτικά τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων τωνπολεμικών επανορθώσεων και του υπογείου πλούτου).
Έτσι θα μπορούσε να εξασφαλισθεί μία καθαρή εικόνα των «μεγεθών» μας, με στόχο την αναζήτηση της ορθολογικής χρηματοδότησης τους - παράλληλα με τις προσπάθειες κάλυψης τόκων και χρεολυσίων, από τη σωστή εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.
(β) Εξωτερικό Ισοζύγιο: Στόχος θα πρέπει να είναι ο ισοσκελισμός των μεγεθών του – με τη βοήθεια της μείωσης των εισαγωγών, καθώς επίσης της αύξησης των εξαγωγών.
Για να μπορέσει να επιτευχθεί η αύξηση των εξαγωγών (εισροή συναλλάγματος) απαιτούνται μεταξύ άλλων επενδύσεις στη γεωργία (η οποία θα αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους μελλοντικούς τομείς κερδοφορίας παγκοσμίως), καλύτερη «εμπορική» εκμετάλλευση των τουριστικών υποδομών μας και προσέλκυση της ελληνικής Ναυτιλίας στη χώρα της.
Από την άλλη πλευρά, για να μειωθούν οι εισαγωγές θα πρέπει να παράγουμε τουλάχιστον εκείνα τα προϊόντα, για τα οποία υπάρχουν οι προϋποθέσεις – επομένως, απαιτούνται παραγωγικές επενδύσεις από Έλληνες και Ευρωπαίους, οι οποίες μπορούν να εξασφαλισθούν εάν περιορισθεί η γραφειοκρατία, η διαπλοκή και η διαφθορά, με την παράλληλο φορολογικό/επενδυτικό εξορθολογισμό. Σε κάθε περίπτωση, όσο δεν επενδύουν οι ίδιοι οι Έλληνες, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα από όλους τα μειονεκτήματα της χώρας τους, είναι παράλογο να περιμένουμε ότι θα επενδύσουν οι ξένοι – «εταίροι» μας και μη.
(γ) Προϋπολογισμός: Στόχος εδώ είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων – ειδικά μετά τη διαφορετική αντιμετώπιση (τοποθέτηση) χρέους και τόκων, όπως την αναλύσαμε παραπάνω. Στα πλαίσια αυτά, η εγκατάσταση της άμεσης Δημοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να είναι καταλυτική.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη δύο Γερμανίδων οικονομολόγων, οι οποίες ανέλυσαν την πρόοδο των δημοσίων οικονομικών όλων των 25 ελβετικών καντονιών τα τελευταία 110 έτη, όσο πιο πολύ συμμετέχουν οι Πολίτες στον έλεγχο των δημοσίων δαπανών, τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα. Ειδικά σε εκείνα τα ελβετικά καντόνια (15), στα οποία διενεργούνται αυτόματα δημοψηφίσματα, σε σχέση με τις προγραμματιζόμενες δημόσιες δαπάνες (όπως για παράδειγμα, την ανέγερση ενός κρατικού νοσοκομείου), τα αποτελέσματα (θετικοί προϋπολογισμοί) είναι καταπληκτικά.
Μεταξύ των ετών 1980 και 1999 διενεργήθηκαν 461 διαφορετικά τοπικά δημοψηφίσματα για θέματα προϋπολογισμού, εκ των οποίων το 86% (περίπου 397) ήταν υπέρ των δαπανών που προτάθηκαν. Κατά μέσον όρο, οι δαπάνες των καντονιών στα οποία διενεργούνται αυτόματα δημοψηφίσματα είναι 12% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των άλλων καντονιών. Εκτός αυτού αποδείχθηκε ότι, ακόμη και η απειλή ενός δημοψηφίσματος αρκεί για να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες (σπατάλες) οι πολιτικοί. Όπως γράφουν δε χαρακτηριστικά οι δύο οικονομολόγοι:
«Στα πλαίσια μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δεν συμβαδίζουν οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα των Πολιτών με αυτά των κυβερνώντων – με τη βοήθεια της άμεσης δημοκρατίας, το δημοκρατικό αυτό «έλλειμμα» καταπολεμάται με επιτυχία, οπότε επανέρχονται οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου