Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Ed. Phelps: Πώς παγιδεύτηκε ο ευρωπαϊκός Νότος

*Ο Edmund Phelps είναι διευθυντής του Center on Capitalism and Society στο πανεπιστήμιο Columbia και Νομπελίστας Οικονομικών Επιστημών. Γράφει για το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας του Νότου. 


Πολλοί οικονομικοί αναλυτές αποδίδουν την κρίση στην ευρωζώνη στην τερατώδη νομισματική ένωση. Και κατηγορούν τα ίδια τα θύματα της ένωσης επειδή έγιναν μέλη της! Όταν όμως, μπήκαν στο ευρώ, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα αποτίμησαν τα εθνικά τους νομίσματα τόσο ακριβά που έγιναν μη ανταγωνιστικές οικονομίες, ειδικότερα συγκριτικά με τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.

Καθώς έχουν στερηθεί το εθνικό τους νόμισμα, δεν μπορούν να προχωρήσουν σε υποτίμησηώστε να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί και να γίνει συγκριτικά ποιο φθηνό το εργατικό τους δυναμικό.

Αυτοί οι οικονομικοί αναλυτές, όμως, δεν εξηγούν ποτέ γιατί, εάν όντως οι αμοιβές ήταν τόσο υπερτιμημένες, οι αγορές δεν απέτρεψαν την αύξηση των μισθών, μειώνοντας στη συνέχεια και τις τιμές τους ώστε να υπάρξει υποτίμηση σε πραγματικούς όρους.

Η οπτική αυτή αγνοεί κάποιες δυνάμεις της αγοράς και της πολιτικής, που δεν σχετίζονται με τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης: τις δυνάμεις που πυροδότησαν τα αιτήματα για αυξήσεις μισθών στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οδηγώντας υψηλότερα τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών αν αυτές συγκριθούν με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Αυτό είναι ένα από τα πρώτα βασικά μαθήματα οικονομικών: όταν μία οικογένεια είναι πλουσιότερη, τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της ζητούν υψηλότερους μισθούς για να παραμείνουν στην αγορά εργασίας και τα νεότερα ζητούν υψηλότερους μισθούς για να δεχθούν την πρώτη τους δουλειά. Η δυναμική αυτή περιορίζει τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας, εκτός εάν υπάρξει αντιστάθμισμα από ισάξια ή μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας. 
Αντί γι' αυτό, όμως, είδαμε απότομη επιβράδυνση της παραγωγικότητας. Στην Ιταλία, μετά από τέσσερις δεκαετίες ταχείας προόδου, υπήρξε φρένο την περίοδο 1996-1998: ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας μειώθηκε από 2% σε ετήσια βάση το διάστημα 1984-1994 μόλις στο 0,1% ετησίως την περίοδο 2000-2007. 
Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν τη δεκαετία 2000-2010, αλλά τουλάχιστον δεν εκμηδενίστηκαν. Για τους Ιταλούς δεν ήταν λογικό να σταματήσουν να αποταμιεύουν λες και ερχόταν η καταστροφή του κόσμου. Η Πορτογαλία, που είχε αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ιταλία επί δύο δεκαετίες, τη δεκαετία του 2000 είδε την παραγωγικότητά της να μειώνεται σε επίπεδα ανάλογα με της Ιταλίας. 
Η πολιτική των δημοσιονομικών ελλειμμάτων επίσης οδήγησε στη δημιουργία πλούτου. Από το 2001 μέχρι το 2007, η Πορτογαλία και η Ελλάδα δημιούργησαν μεγάλα κενά ανάμεσα στις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα. Τα νοικοκυριά αποταμίευσαν αυτά τα κρατικά «μπόνους», αυξάνοντας σημαντικά τον ιδιωτικό τους πλούτο εις βάρος των μελλοντικών γενιών φορολογούμενων πολιτών και ομολογιούχων.
Στην Ιταλία, ο πλούτος των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά το ένα πέμπτο σε 10 χρόνια, από 743% του διαθέσιμου εισοδήματος το 1999 στο 883% το 1999, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. 
Στη Γερμανία, η αντίστοιχη αύξηση ήταν χαμηλότερη - από 542% το 1999 στο 617% το 2008,  εν μέρει επειδή υπήρξε πιο ισχυρή αύξηση της παραγωγικότητας. 
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, αν και το ύψος του ιδιωτικού πλούτου είναι δυσθεώρητο στη νότια Ευρώπη, ο συνολικός πλούτος θα πρέπει να περιλαμβάνει και αυτό που αποκαλείται κοινωνικός πλούτος. Η οικονομολόγος Mary Meeker υπολογίζει την προηγούμενη άνοιξη ότι η παρούσα αξία όλων των επιδομάτων στις ΗΠΑ, κυρίως των νοσηλευτικών, άγγιξε τα 66 τρισ. δολ. - ποσό σχεδόν πενταπλάσιο των προσωπικών εισοδημάτων. 
Στην Ευρώπη, οι συνολικές δημόσιες κοινωνικές δαπάνες -που αφορούν κυρίως την ιατρική περίθαλψη και τις συντάξεις- εκτινάχθηκαν κατά 25% σε 14 χρόνια: από 19,9% του ΑΕΠ το 1995 στο 24,9% το 2009. Στην Πορτογαλία αυξήθηκαν κατά 33%. Ενεργοποιήθηκαν μάλιστα ακόμη και κάποιες αυξήσεις επιδομάτων που είχαν προγραμματιστεί για το μέλλον. 
Δεν αποτελεί, κατά συνέπεια, έκπληξη ότι οι απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών σε αυτές τις χώρες εντάθηκαν αντί να σιγάσουν, παρά τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και την αναφερθείσα έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία. 
Μόνο το γεγονός ότι πήγαν να δουλέψουν είναι απόδειξη της εργασιακής τους ηθικής! Με τον πλούτο σε τόσο υψηλά επίπεδα συγκριτικά με την παραγωγικότητα, η απασχόληση έπρεπε να μειωθεί για να μην αυξηθούν οι μισθοί. Βραχυπρόθεσμα, πάντως, οι μισθοί αυξήθηκαν συγκριτικά και με την ανεργία. Οι εξαγωγές πιέστηκαν, οι εισαγωγές ευνοήθηκαν και η κρίση καραδοκούσε. 
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσουν χωρίς συμφωνίες που εξασφαλίζουν τόσο φθηνό τον κρατικό δανεισμό - όπως η αξιολόγηση του ΑΑΑ που κακώς πήραν σε ορισμένες περιπτώσεις και η εξωφρενική εξαίρεση των τραπεζών, που δεν συνυπολόγιζαν πρόβλεψη για τον κίνδυνο από τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα. Κάτι που επίσης πρέπει να γίνει είναι να αλλάξει η φορολογία έτσι ώστε υπάρχει συσχετισμός με την πραγματική παραγωγικότητα, το ύψος των μισθών και του πλούτου. 
Επίσης, την επόμενη φορά που μία χώρα θα βρεθεί με ανατιμημένο νόμισμα, θα πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

ΠΗΓΗ: FT.com 
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου