Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα σημαντικό θεσμικό όργανο
της ΕΕ, ταλανίζεται από δυσκολίες. Δεν είναι δημοφιλές ούτε στις
κυβερνήσεις αλλά ούτε και στους ψηφοφόρους.
Πριν από 20 χρόνια, πολλοί
άνθρωποι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην Κομισιόν να καθορίσει την
ατζέντα της ΕΕ και να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαχείριση κρίσεων. Αλλά
λίγοι περιμένουν την Κομισιόν να παίξει αυτόν το ρόλο σήμερα.
Από τη στιγμή που ο Jacques Delors ήταν επικεφαλής
της Κομισιόν (1985-1995), η εξουσία της έναντι των κυβερνήσεων της ΕΕ
έχει φθίνουσα πορεία. Τα κράτη-μέλη –και ιδιαίτερα τα μεγάλα- έχουν
επιδιώξει να περιορίσουν έναν οργανισμό που θεωρούν υπερβολικά ισχυρό.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας, σε ισχύ από το 2009,
δημιούργησε δύο σημαντικές θεσμικές καινοτομίες: τον μόνιμο πρόεδρο του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μια θέση που έχει τώρα ο Herman an Rompuy, και
την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (EEAS), ένα όργανο του οποίου
τώρα είναι επικεφαλής η Catherine Ashton. Και τα δύο αυτά σώματα
διεξάγουν κάποιες εργασίες που συνήθως έκανε η Κομισιόν και έχουν
συμβάλει στην αίσθηση της ανασφάλειας.
Παραδόξως, η κρίση του ευρώ έχει οδηγήσει στο να
αποκτήσει η Κομισιόν πρωτοφανείς επίσημες εξουσίες –για την επιτήρηση
των εθνικών οικονομικών πολιτικών- αλλά έχει οδηγήσει και στην περαιτέρω
διάβρωση του κύρους και της αξιοπιστίας της. Οι εθνικές κυβερνήσεις
έχουν παρέχει τα χρήματα για να βοηθήσουν τις χώρες που αντιμετωπίζουν
προβλήματα, επομένως αυτές καθορίζουν τους όρους των διασώσεων. Η
Κομισιόν χρειάστηκε να εγκαταλείψει την υψηλή πολιτική στο Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο, και συχνά σε λίγες βασικές κυβερνήσεις, ενώ επικεντρώθηκε
στον δευτερεύοντα, αλλά εξίσου σημαντικό, τεχνικό ρόλο.
Τα προβλήματα της ευρωζώνης έχουν επιταχύνει μια
μακροχρόνια αλλαγή στη φύση της διακυβέρνησης της ΕΕ. Η ΕΕ συνήθως
λάμβανε κάποιες εκτελεστικές αποφάσεις που ήταν πολιτικά σημαντικότερες.
Η Κομισιόν πρότεινε νόμους και θεσμοθετούσε, ενώ το Συμβούλιο των
Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο περνούσε νόμους. Τόσο η Κομισιόν
όσο και το Συμβούλιο, ενεργούσαν κατά καιρούς, ως ένα εκτελεστικό
όργανο. Για παράδειγμα, η πρώτη μπλόκαρε εταιρικές συγχωνεύσεις και η
τελευταία επέβαλε κυρώσεις σε χώρες σε άλλα μέρη του κόσμου.
Αλλά η κρίση του ευρώ έχει σύρει την ΕΕ στο να λάβει
αυξημένες πολιτικά εκτελεστικές αποφάσεις. Η ΕΕ έχει υποχρεώσει τις
υπερχρεωμένες χώρες να μειώσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, να
περάσουν επώδυνες μεταρρυθμίσεις και να εκκαθαρίσουν τράπεζες. Η
κομισιόν μπορεί να προτείνει τέτοια μέτρα, αλλά μόνο οι πρωθυπουργοί ή
οι υπουργοί Οικονομικών έχουν την εξουσία να λάβουν τέτοιες αποφάσεις.
Αυτές είναι μακροπρόθεσμες τάσεις, αλλά και οι
προσωπικότητες έχουν επίσης σημασία. Το σημερινό «κολέγιο» των Επιτρόπων
περιλαμβάνουν λίγους πολιτικούς «βαρέων βαρών». Εντός της Κομισιόν, ο
Barroso είναι ένας ισχυρός ηγέτης που κυριαρχεί στους συναδέλφους του.
Δεδομένου του αριθμού των Επιτρόπων –ένας από κάθε μία από τις 28
χώρες-μέλη- ίσως να μην έχει άλλη επιλογή από το να κυβερνήσει με
σταθερό χέρι. Αλλά εκτός της Κομισιόν, κάποιες κυβερνήσεις
διαμαρτύρονται για αυτό που θεωρούν ως αδύναμη ηγεσία. Στη διάρκεια της
δεύτερης θητείας του Barroso, η οποία ξεκίνησε το 2009, το Βερολίνο, το
Παρίσι και το Λονδίνο έχουν γίνει πιο επικριτικά στην Κομισιόν. Ακόμη
και μερικά από τα μικρότερα κράτη-μέλη, παραδοσιακοί σύμμαχοι της
Κομισιόν, διαμαρτύρονται για αυτήν πιο συχνά από ό,τι συνήθως.
Ορισμένες κυβερνήσεις κατηγορούν την Κομισιόν ότι
απέτυχε να θέσει προτεραιότητες, ότι εφαρμόζει τις νέες πρωτοβουλίες
πολύ αργά, ή ότι επικεντρώνεται ανεπαρκώς στο να «φτιάξει» την ευρωζώνη.
Μερικά από αυτά είναι άδικα: οι πολιτικοί που κατηγορούν την Κομισιόν
ότι δεν έχει βρει τις κατάλληλες λύσεις στα προβλήματα της ευρωζώνης,
είναι μερικές φορές οι ίδιοι που ενοχλούνται όταν προτείνει (η Κομισιόν)
μια μεγάλη ιδέα, όπως τα ευρωομόλογα. Και ενώ οι Γερμανοί έχουν μερικές
φορές εκφράσει αντιδράσεις για το ότι η Κομισιόν είναι πολύ «μαλακή» με
τις χώρες υπό επιτήρηση, πολλοί άλλοι θεωρούν ότι η Κομισιόν έχει γίνει
πολύ «γερμανική» πάνω στον ενθουσιασμό της για τη δημοσιονομική
πειθαρχία. Προφανώς, η Κομισιόν δεν μπορεί να ικανοποιεί τους πάντες.
Συγκεκριμένα, δύο λόγοι εξηγούν τον περιορισμό της
εμπιστοσύνης των κρατών-μελών στην Κομισιόν. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι η
Κομισιόν προτείνει πάρα πολλούς λεπτομερείς κανόνες, ιδίως σε τομείς
όπως το περιβάλλον, η ασφάλεια των τροφίμων και η κοινωνική πολιτική. Το
Μάιο του 2013, για παράδειγμα, οι Πολωνοί υπουργοί διαμαρτυρήθηκαν για
τις προσπάθειες της Κομισιόν να ρυθμίσει τον κλάδο του σχιστόλιθου
αερίου και να απαγορεύσει τα τσιγάρα μέντας, που και τα δύο είναι πολύ
δημοφιλή στην Πολωνία. Τον ίδιο μήνα η Κομισιόν πρότεινε την απαγόρευση
του ελαιολάδου σε επαναχρησιμοποιούμενες φιάλες, αλλά υποχώρησε στη
συνέχεια μετά από θύελλα διαμαρτυριών. Νωρίτερα φέτος, οι Γερμανοί
πολιτικοί άσκησαν κριτική σε μια πρόταση της Κομισιόν να καθορίσει
ποσοστώσεις για την παρουσία γυναικών στα δ.σ. των εταιρειών.
Μερικά υψηλόβαθμα στελέχη της Κομισιόν αναγνωρίζουν
ότι ο οργανισμός μπορεί να είναι υπερβολικά ενεργός. Αλλά κατηγορούν την
αυξανόμενη κυριαρχία του κοινοβουλίου έναντι της Κομισιόν. Και αυτός
είναι ο δεύτερος λόγος γιατί κάποιες εθνικές πρωτεύουσες έχουν στραφεί
κατά της Κομισιόν.
Το Κοινοβούλιο έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στην
Κομισιόν της δεύτερης θητείας του Barroso σε σχέση με την πρώτη, και
αυτό όχι μόνο εξαιτίας του ότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας του έδωσε
περισσότερη εξουσία. Οι λομπίστες και οι ΜΚΟ βρίσκουν πολύ εύκολο να
λάβουν την υποστήριξη των ευρωβουλευτών στα σχέδιά τους για τους νέους
κανόνες της ΕΕ. Το Κοινοβούλιο τότε ασκεί πιέσεις στους Επιτρόπους να
φέρουν νέες οδηγίες. Δεν είναι πρόθυμοι να ενοχλήσουν το κοινοβούλιο
καθώς μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι
Επίτροπο αρέσκονται να προτείνουν νέους λόγους, είναι για να
δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Η γενική γραμματεία της Κομισιόν
δουλεύει πολύ σκληρά για να εξαλείψει αυτές που θεωρεί περιττές
νομοθετικές προτάσεις, αλλά δεν κερδίζει πάντα στις διαφωνίες με τους
Επιτρόπους.
Κανένα από αυτά δεν είναι για να πει κανείς ότι η
Κομισιόν πρέπει να αγνοεί το Κοινοβούλιο. Αυτό το σώμα είναι σε καλύτερη
θέση από οποιοδήποτε άλλο για να ελέγχει το έργο των Επιτρόπων και,
εργαζόμενο από κοινού με το Ελεγκτικό Συνέδριο, να επικρίνει τα λάθη
τους. Πριν από το διορισμό των δύο τελευταίων Επιτροπών, το Κοινοβούλιο
διαδραμάτισε έναν πιο αξιοθαύμαστο ρόλο στο να ασκεί έλεγχο στους
κατώτερους των περιστάσεων Επιτρόπους υποχρεώνοντάς τους να παραιτηθούν.
Λαμβάνοντας υπόψη τις εξουσίες του Κοινοβουλίου για τη συναπόφαση σε
νέους νόμους, η Κομισιόν δεν μπορεί και δεν πρέπει να το αγνοεί.
Το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια η
Κομισιόν έχει έλθει πιο κοντά στο Κοινοβούλιο παρά στο Συμβούλιο, σε
πολλά θέματα. Η Κομισιόν θα πρέπει να είναι υπόλογη και στους δύο
–διορίζεται από κυβερνήσεις και εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο. Αλλά θα
πρέπει επίσης να είναι ανεξάρτητοι και από τα δύο.
Η πολιτικοποίηση της Κομισιόν είναι ένα πρόβλημα.
Πάντα υπήρχε κάποια ασάφεια γύρω από τους αντιφατικούς της ρόλους. Είναι
ένα πολιτικό σώμα που κινεί τη νομοθεσία και μεσολαβεί για τους
συμβιβασμούς μεταξύ κρατών-μελών, αλλά είναι επίσης και ένα τεχνικό σώμα
που αστυνομεύει τις αγορές και τους κανόνες, και διαπραγματεύεται για
λογαριασμό των κρατών-μελών. Στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ ο τεχνικός
ρόλος της Κομισιόν έχει αυξηθεί, κάτι που καθιστά την αμφισημία πιο
προβληματική. Όταν ας πούμε, λέει, ότι μπορεί να δοθεί στη Γαλλία
περίοδος άλλων δύο ετών στη διάρκεια της οποίας καλείται να πετύχει το
στόχο για μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, είναι αυτό αποτέλεσμα
αντικειμενικής οικονομικής ανάλυσης ή μια αντανάκλαση της αλλαγής
πολιτικού κλίματος στις εθνικές πρωτεύουσες; Αυτή η ασάφεια δίνει στις
κυβερνήσεις και σε άλλους, μια δικαιολογία για να επικρίνουν την
Κομισιόν.
Η πολιτικοποίηση μπορεί να σημαίνει ότι ευνοούνται
πολιτικά κόμματα. Κάποιοι σοσιαλιστές πολιτικοί ισχυρίζονται ότι η
Κομισιόν έχει φερθεί με μεγάλη επιείκεια στον Viktor Orban, τον
πρωθυπουργού που κατηγορείται για τον περιορισμό του πολιτικού
πλουραλισμού στην Ουγγαρία, διότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα του είναι
κυρίαρχη δύναμη στην Κομισιόν και στο Κοινοβούλιο. Δεν υπάρχουν πολλά
στοιχεία για αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά εάν η Κομισιόν γίνει
πάρα πολύ κομματική, η ικανότητά της να πραγματοποιεί αποτελεσματικά
τεχνικές λειτουργίες, η σε αυτή την περίπτωση, να ενεργεί ως
θεματοφύλακας της ελεύθερης δημοκρατίας, μπορεί να παραβιαστεί.
Οι Ευρωεκλογές του επομένου έτους θα μπορούσαν να
επιταχύνουν την πολιτικοποίηση της Κομισιόν. Τα περισσότερα πανευρωπαϊκά
πολιτικά κόμμα δηλώνουν ότι θα παρουσιάσει το κάθε ένα έναν υποψήφιο
για την προεδρία της Κομισιόν. Μετά από τις εκλογές, θέλουν το Ευρωπαίκό
Συμβούλιο να προτείνει τον υποψήφιο του κόμματος με τους περισσότερους
Ευρωβουλευτές ως πρόεδρο, και τότε το Ευρωκοινοβούλιο να επενδύσει σε
αυτήν ή αυτόν. Εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει οποιοδήποτε άλλο
όνομα, οι Ευρωβουλευτές θα το απορρίψουν.
Εάν αυτό το σχήμα δουλέψει, μπορεί να υπάρξει λίγο
περισσότερο ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές. Αλλά κάθε άλλο παρά βέβαιο
θεωρείται ότι τα πολιτικά κόμματα και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα παίξουν,
στο τέλος, αυτό το παιχνίδι. Εάν επιτρέψουν στο Κοινοβούλιο να διορίσει
τον διάδοχο του Barroso, η Κομισιόν πιθανότατα θα γίνει πιο υπόχρεη
προς το Κοινοβούλιο –και το κυρίαρχο κόμμα μέσα σε αυτό- από ό,τι
συμβαίνει σήμερα.
Μια τέτοια έκβαση θα ήταν ανησυχητική, διότι η ΕΕ
χρειάζεται μια ισχυρή και ανεξάρτητη Κομισιόν, για να εξετάζει το
ευρύτερο ευρωπαϊκό συμφέρον, να εφιστά την προσοχή σε μακροπρόθεσμες
τάσεις, να προτείνει λύσεις σε πιεστικά προβλήματα (είτε στην ευρύτερη
ΕΕ ή στην ευρωζώνη), να εργάζεται πεισματικά για να εμβαθύνει την ενιαία
αγορά και να εκτελεί τον ελεγκτικό της ρόλο στη διακυβέρνηση της
ευρωζώνης. Καθώς η ευρωζώνη ενοποιείται, μια βασική εργασία θα είναι να
εξασφαλίσει μια πιο ομαλή σχέση μεταξύ των χωρών εντός του ευρώ και
αυτών εκτός. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την ευρωζώνη δεν θα πρέπει
να βλάπτουν ή να κατακερματίζουν την ενιαία αγορά.
Επομένως, τι μπορεί να γίνει για να ενισχυθεί αυτός ο
οργανισμός-σηματωρός; Το πιο σημαντικό βήμα απαιτεί όχι μόνο μια
τροποποίηση συνθήκης ή μια θεσμική μεταρρύθμιση, αλλά απλώς μια συμφωνία
μεταξύ των επικεφαλής των κυβερνήσεων. Θα πρέπει να αποφασίσουν να
ενισχύσουν την ανεξαρτησία της Κομισιόν, διορίζοντας ισχυρές
προσωπικότητες ως Επιτρόπους, και πάνω από όλα, εξασφαλίζοντας ότι ένας
ισχυρός πολιτικός θα αναλάβει την προεδρία της.
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να δώσουν την εξουσία στο νέο
πρόεδρο και στην ομάδα του να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να τους υποστηρίξουν στην προσπάθεια να το
κάνουν. Μετά από τις τελευταίες Ευρωεκλογές η Κομισιόν και το
Κοινοβούλιο κατέληξαν σε μια «διαθεσμική» συμφωνία, καλύπτοντας τη
μελλοντική νομοθεσία και τις διαδικασίες, οι οποίες έδωσαν στο
Κοινοβούλιο αρκετά πράγματα που ήθελε. Το Συμβούλιο των Υπουργών
απέρριψε την ευκαιρία να καταστεί αυτή μια τριμερής συμφωνία: εάν το
είχε κάνει, θα μπορούσε να είχε ισορροπήσει το νομοθετικό ακτιβισμό του
Κοινοβουλίου και να τραβούσε την Κομισιόν πιο κοντά σε αυτό. Μετά από
τις επόμενες ευρωεκλογές, τα τρία κύρια θεσμικά όργανα θα πρέπει να
αναζητήσουν μια τριμερή συμφωνία για το πρόγραμμα εργασίας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της Κομισιόν, το πρόβλημα
των πολλών επιτρόπων πρέπει να αντιμετωπιστεί. Δεν υπάρχουν αρκετές
σημαντικές θέσεις για 28 από αυτούς, και με τόσους ανθρώπους στο
τραπέζι, οι ουσιαστικές συζητήσεις είναι σχεδόν αδύνατες. Ο κανόνας του
ενός Επιτρόπου ανά χώρα ενθαρρύνει τόσο τις κυβερνήσεις και αυτούς που
διορίζονται στην Κομισιόν, να υποθέσουν ότι –κατά παράβαση των συνθηκών-
η δουλειά των Επιτρόπων είναι να αντιπροσωπεύουν την πατρίδα τους.
Επομένως, ο επόμενος πρόεδρος θα πρέπει να χωρίσει
τους Επιτρόπους του/της σε υψηλόβαθμους- που θα μπορούσαν να γίνουν
αντιπρόεδροι- και σε χαμηλόβαθμους. Θα πρέπει να υπάρξει μια άτυπη
κατανόηση ότι, αν και όλοι οι Επίτροποι έχουν την ίδια νομική ισχύ, οι
υψηλόβαθμοι θα συντονίζουν τη δουλειά με τους χαμηλόβαθμους στους
συγκεκριμένους τομείς ευθύνης τους. Οι υψηλόβαθμοι θα συναντιούνται
κανονικά. Μακροπρόθεσμα, όταν οι συνθήκες ανοίξουν εκ νέου, η ΕΕ θα
πρέπει να υιοθετήσει ένα σύστημα όπου οι μεγάλες χώρες θα έχουν πάντα
έναν Επίτροπο (αν και όχι απαραιτήτως σε κάποια από τις κορυφαίες
θέσεις) και οι μικρότερες χώρες να αναλαμβάνουν μία εκ περιτροπής.
Άλλη μία χρήσιμη αλλαγή της συνθήκης θα ήταν να δοθεί
στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το δικαίωμα να απολύει την κομισιόν. Το
Κοινοβούλιο έχει αυτή την εξουσία και η απειλή άσκησής της οδήγησε στην
παραίτηση της Επιτροπής Santer το 1999. Εάν οι συνθήκες δήλωναν ότι κάθε
σώμα θα μπορούσε να απολύσει την Κομισιόν, η τήρηση ίσων αποστάσεων
μεταξύ κυβερνήσεων και Ευρωβουλευτών θα ενισχυόταν. Και αυτό θα βοηθούσε
να δοθεί στην ΕΕ η ισχυρή και ανεξάρτητη Κομισιόν που χρειάζεται.
Του Charles Grant
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.cer.org.uk/insights/what-wrong-european-commission
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ: Capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου