Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν πως «ουδέν κακόν αμιγές καλού».
Για αυτό λοιπόν κι εγώ, μέσα στη μαυρίλα και στο κακό που μας βρήκε, ψάχνω απεγνωσμένα να βρω κατιτίς το καλό…
Και νομίζω πως το βρήκα.
Σαν χθες θυμάμαι, πάνω από 70-80 μπουζουξίδικα, και music halls στην Θεσσαλονίκη. Χώρια τα διάφορα after clubs, τα ελληνάδικα, τα στριπτιζάδικα, και τα εκατοντάδες μπαράκια.
Όλα τα παραπάνω δούλευαν τουλάχιστον 5-6 ημέρες την εβδομάδα, γεμάτα από νεοέλληνες, που ζούσαν το όνειρο της (στρεβλής) ανάπτυξης των διακοποδανείων και της αρπαχτής. (Και που παράλληλα ήταν και οι βασικές εστίες της ανεξέλεγκτης φοροδιαφυγής).
Καλοντυμένοι γιάπηδες, «επιχειρηματίες», «επαγγελματίες», και κάθε λογής «πετυχημένοι», παρέα με πανέμορφες μπίμπο με ντεκαπέ μαλλί και σκουλαρίκια στον αφαλό, πλακωνόντουσαν για το ποιος θα πρωτοκαθίσει «πρώτο τραπέζι πίστα», ώστε να δει, να τον δουν, να απολαύσει τα «σχήματα», και τα μπαλέτα, να ξεδώσει με τα σκυλοτράγουδα, να πετάξει τα πανέρια του, και εν πάση περιπτώσει να πετύχει κι αυτός το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας που πίστευε πως του αναλογούσε.
Το τι Chivas και το Cohibas καταναλώθηκαν όλα αυτά τα «πέτρινα» χρόνια της σημίτειας ανάπτυξης… δεν λέγεται.
Οι Cayenne, οι mercedes, και οι BMW γέμιζαν τα παρκινγκ των εν λόγω μαγαζιών, σε βαθμό που αν επισκέπτονταν την Θεσσαλονίκη κανένας εξωγήινος, ή κανένας που είχε μεταναστεύσει πριν από 20 χρόνια, θα νόμιζε ότι προσγειώθηκε κατά λάθος στο Μονακό. Ακόμη και mitsubishi evo κυκλοφόρησαν διάφοροι παχύδερμοι νεόπλουτοι, που ταίριαζαν με αυτά, όσο θα ταίριαζα εγώ … σε σεληνάκατο.
Υπήρξε εποχή, που γνωστός μου παρκαδόρος, έβγαζε τρεις φορές το μηνιάτικο ενός δημοσίου υπαλλήλου, από πουρμπουάρ και μόνο! Και αν δεν είχες «αξιοπρεπές» αμάξι, δεν καταδέχονταν καν να στο παρκάρει!
Μόλις ήρθε η κρίση, και στέρεψαν οι κάνουλες της τράπεζας, μόλις δηλαδή πάγωσε η πίστωση ελλείψει τραπεζικής ρευστότητας, ο κάθε κατεργάρης επανήλθε στον πάγκο του, αποδεικνύοντας ξεκάθαρα ότι όλος αυτός ο προκλητικός πλούτος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά δάνεια, χρέη, πέτσινες επιταγές, ανοίγματα, και γενικά φούμαρα…
Μόλις έσφιξε η πίστωση, έσφιξαν και οι κώλοι.
Και έτσι, εξαφανίστηκαν όλοι αυτοί οι χάιδες, που έκλειναν από πριν τηλεφωνικά, από τον μεσημεριανό τους καφέ (συνοδεία φραουλών με σαντιγύ και άλλες τέτοιες αηδίες), μέχρι την ξαπλώστρα στα in beach bars του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής.
Και όχι μόνο εξαφανίστηκαν, αλλά άφησαν πίσω τους την καταστροφή, αφού οι περισσότεροι ακόμη χρωστάνε, όχι μόνο τις τζιπάρες που τις πήρε πίσω η τράπεζα, αλλά ακόμη και τα ποτά τους (που ήταν όλα στην κούτρα), ή και τα κομμωτήρια μέσα στα οποία γίνονταν το ρεκτιφιέ των μπίμπο τους, που τους συνόδευαν στην καθημερινή κραιπάλη.
Στενοχωριέμαι για όλους αυτούς τους μουσικούς, σερβιτόρους, λουλουδούδες, κλπ που έχασαν τη δουλειά τους, αλλά από την άλλη χαίρομαι, διότι ίσως έτσι επιτέλους να συνέλθουμε ως κοινωνία, και να συμμαζευτούμε λιγουλάκι.
Όπως μου είπε ένας φίλος μου (βασιλιάς της νύχτας στη Θεσσαλονίκη), τα πάντα στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης, επανήλθαν στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Στους ρυθμούς δηλαδή που υπήρχαν πριν από τον πυρετό της τεχνητής, και βασισμένης στα δάνεια ελληνικής ανάπτυξης.
Δηλαδή, σε ολόκληρη την Θεσσαλονίκη υπάρχουν 4-5 συνολικά «σκυλάδικα», που λειτουργούν (με το ζόρι) 2-3 ημέρες την εβδομάδα, και στα οποία συχνάζουν οι κλασικοί παραδοσιακοί λάτρεις των καψουροτράγουδων, όπως ακριβώς συνέβαινε και τα χρόνια πριν από την πλασματική μας ευμάρεια. Πριν δηλαδή ανακαλύψουν και υιοθετήσουν και οι εικοσάρηδες τον Γονίδη, τον Καρρά, και τον Τερζή.
Όσον αφορά στα clubs, υπάρχουν, λέει, ένα ή δύο, τα οποία κι αυτά φυτοζωούν.
Το όνειρο δηλαδή έσβησε για τα καλά.
ΣΧΟΛΙΟ: Καιρός ήταν ...