Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι οι περισσότεροι κλασικοί κιθαρίστες έχουν φλερτάρει με το flamenco, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που στην ουσία θα προτιμούσαν να παίζουν flamenco αλλά δεν μπορούν να βρουν τον τρόπο που θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση της γνώσης αυτής της τέχνης. Εδώ ας σημειωθεί ότι ο προβληματισμός της μίξης των δύο στυλ δεν αφορά μόνο τους κλασικούς κιθαρίστες που θέλουν να προσεγγίσουν το flamenco αλλά και (στην Ισπανία) τους flamencos που θέλουν να μελετήσουν ή να πάρουν στοιχεία από την κλασική. Συνήθως, στα πρώτα βήματα κυρίως, και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν αυτήν τη μίξη με ανασφάλεια, δικαιολογημένη ίσως για κάποιον που έχει μάθει να κινείται στα στενά πλαίσια μιας παράδοσης. Οι μεν κλασικοί κιθαρίστες φοβούνται μήπως εκτραχυνθεί ο ήχος τους, οι δε flamencos μήπως χάσουν τον αυθορμητισμό και τον χαρακτηριστικό αέρα που έχει το παίξιμο της flamenco κιθάρας.
Για να μπορέσουμε να πούμε αν η τεχνική και η νοοτροπία της κλασικής κιθάρας μπορούν να συνδυαστούν με του flamenco θα πρέπει πρώτα να αποδομήσουμε τα δύο στυλ στα βασικά τους χαρακτηριστικά για να μπορέσουμε να δούμε σε ποια σημεία διαφέρουν και σε ποια αλληλοκαλύπτονται. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αναζητήσουμε την μουσική φύση του ίδιου του οργάνου.
Σε δεύτερη φάση θα είχε ενδιαφέρον να δούμε αν υπάρχουν ήδη επαγγελματίες τόσο στον ελληνικό όσο και στο διεθνή χώρο που έχουν ήδη συνδυάσει τα δύο στυλ με επιτυχία. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Canizarez ο οποίος ξεκίνησε ως κλασικός κιθαρίστας και τώρα κάνει καριέρα ως κιθαρίστας flamenco, αλλά και τον Pepe Romero, ο οποίος ξεκίνησε ως κιθαρίστας flamenco αλλά έγινε διεθνώς γνωστός ως κλασικός. Πέραν αυτού υπάρχουν και συνεργασίες των εκπροσώπων των δύο στυλ όπως αυτή του John Williams με τον Paco Pena, ενώ σαν ξεχωριστή περίπτωση αξίζει να αναφερθεί ότι o Leo Brouwer (που έγινε διεθνώς γνωστός πολύ περισσότερο ως συνθέτης παρά ως σολίστ) αναφέρει πάντοτε στο βιογραφικό του ότι ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος κιθαρίστας flamenco επηρεασμένος από τον Sabicas. Εξάλλου το συνθετικό του έργο περιλαμβάνει πέραν των έξι κονσέρτων για κλασική κιθάρα και ορχήστρα κι ένα για flamenco κιθάρα και ορχήστρα (LaPoeta) έργο που έγραψε μαζί με το σύγχρονο σταρ της flamenco κιθάρας Vicente Amigo. Κι επειδή καλό είναι να γνωρίζουμε και τα τεκταινόμενα στον ελληνικό χώρο θα αναφέρω το έργο «2 concerti» του Μιχάλη Τραυλού (στον οποίο θα γίνει ειδικό αφιέρωμα μέσα από τις σελίδες του TAR) για κιθάρα και ορχήστρα, όπου ο συνθέτης έχει συγκεράσει σ’ ένα έργο τις τεχνικές τόσο της κλασικής όσο και της flamenco κιθάρας. (Το έργο παίχτηκε σε πρώτη εκτέλεση από την ορχήστρα των χρωμάτων υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη και σολίστ τον Χρίστο Τζιφάκι).
Ας εξετάσουμε όμως ξεχωριστά τα τεχνικά χαρακτηριστικά των δυο στυλ. –Μια ορθολογική ανάλυση και αποδόμηση των επιμέρους στοιχείων μπορεί να οδηγήσει σε μια στέρεα γνώση που θα αποτελέσει το εργαλείο της καλλιτεχνικής έκφρασης-
Για να μπορέσουμε να πούμε αν η τεχνική και η νοοτροπία της κλασικής κιθάρας μπορούν να συνδυαστούν με του flamenco θα πρέπει πρώτα να αποδομήσουμε τα δύο στυλ στα βασικά τους χαρακτηριστικά για να μπορέσουμε να δούμε σε ποια σημεία διαφέρουν και σε ποια αλληλοκαλύπτονται. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αναζητήσουμε την μουσική φύση του ίδιου του οργάνου.
Σε δεύτερη φάση θα είχε ενδιαφέρον να δούμε αν υπάρχουν ήδη επαγγελματίες τόσο στον ελληνικό όσο και στο διεθνή χώρο που έχουν ήδη συνδυάσει τα δύο στυλ με επιτυχία. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Canizarez ο οποίος ξεκίνησε ως κλασικός κιθαρίστας και τώρα κάνει καριέρα ως κιθαρίστας flamenco, αλλά και τον Pepe Romero, ο οποίος ξεκίνησε ως κιθαρίστας flamenco αλλά έγινε διεθνώς γνωστός ως κλασικός. Πέραν αυτού υπάρχουν και συνεργασίες των εκπροσώπων των δύο στυλ όπως αυτή του John Williams με τον Paco Pena, ενώ σαν ξεχωριστή περίπτωση αξίζει να αναφερθεί ότι o Leo Brouwer (που έγινε διεθνώς γνωστός πολύ περισσότερο ως συνθέτης παρά ως σολίστ) αναφέρει πάντοτε στο βιογραφικό του ότι ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος κιθαρίστας flamenco επηρεασμένος από τον Sabicas. Εξάλλου το συνθετικό του έργο περιλαμβάνει πέραν των έξι κονσέρτων για κλασική κιθάρα και ορχήστρα κι ένα για flamenco κιθάρα και ορχήστρα (LaPoeta) έργο που έγραψε μαζί με το σύγχρονο σταρ της flamenco κιθάρας Vicente Amigo. Κι επειδή καλό είναι να γνωρίζουμε και τα τεκταινόμενα στον ελληνικό χώρο θα αναφέρω το έργο «2 concerti» του Μιχάλη Τραυλού (στον οποίο θα γίνει ειδικό αφιέρωμα μέσα από τις σελίδες του TAR) για κιθάρα και ορχήστρα, όπου ο συνθέτης έχει συγκεράσει σ’ ένα έργο τις τεχνικές τόσο της κλασικής όσο και της flamenco κιθάρας. (Το έργο παίχτηκε σε πρώτη εκτέλεση από την ορχήστρα των χρωμάτων υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη και σολίστ τον Χρίστο Τζιφάκι).
Ας εξετάσουμε όμως ξεχωριστά τα τεχνικά χαρακτηριστικά των δυο στυλ. –Μια ορθολογική ανάλυση και αποδόμηση των επιμέρους στοιχείων μπορεί να οδηγήσει σε μια στέρεα γνώση που θα αποτελέσει το εργαλείο της καλλιτεχνικής έκφρασης-
Α. ΚΛΑΣΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
Βασικό στοιχείο της κλασικής τεχνικής αποτελεί η ίδια της η στάση (η κιθάρα στηρίζεται στο αριστερό πόδι που είναι υπερυψωμένο με την χρήση υποποδίου). Από αυτήν τη στάση προκύπτει μια σειρά τεχνικών χαρακτηριστικών που αφορούν τα χέρια, όπως είναι η γωνία κρούσης της χορδής, το παίξιμο κατά βάση κοντά στην ροζέτα, η οριζόντια κίνηση του αριστερού χεριού κ.α., που με την σειρά τους εξυπηρετούν τις εκφραστικές απαιτήσεις του μεγαλύτερου μέρους του κλασικού ρεπερτορίου. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ενιαίο κλασικό ήχο αφού άλλες είναι οι εκφραστικές απαιτήσεις για να παίξει κανείς Giuliani ή Sor και άλλες για να παίξει Rodrigo ή Brouwer. Παρ’ όλα αυτά αυτό που αποτελεί κατά την προσωπική μου άποψη το καθαρότερο χαρακτηριστικό ενός ολοκληρωμένου κλασικού κιθαρίστα είναι το πολυφωνικό παίξιμο που απαιτεί στην κλασική κιθάρα ακρίβεια με μια αυστηρότερη έννοια απ’ ότι σε άλλα στυλ. Από αυτήν την ανάγκη προκύπτουν ορισμένες τεχνικές απαιτήσεις και περιορισμοί, όπως είναι π.χ. η χρήση tirando η του appoyando κ.α. όμως η κιθάρα είναι και κρουστό όργανο πλούσιο σε ηχοχρώματα και θα πρέπει ν’ αναζητήσει κανείς αυτές τις εκφραστικές δυνατότητες σχεδόν αποκλειστικά σε έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου.
Σε πολύ γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η κλασική τεχνική δεν είναι κωδικοποιημένη όπως αυτή του flamenco και στην ουσία κάθε στυλ (Barok – κλασικό – ρομαντικό – σύγχρονο) θέλει την δική του προσέγγιση.
Β. ΚΙΘΑΡΑ FLAMENCO
Η κιθάρα flamenco στηρίζεται (με διάφορους τρόπους) στο δεξί πόδι. Η στάση αυτή εξυπηρετεί το σύνολο των τεχνικών του δεξιού χεριού – κυρίως το ρυθμικό παίξιμο και τα rasgueados – φέρνοντας το, πιο κοντά στον καβαλλάρη, όπου οι χορδές είναι πιο σκληρές με τα αποτελέσματα το χέρι να έχει καλλίτερα ρεφλέξ και να μπορεί να παίξει γρηγορότερα. Ο αντίχειρας παίζει κατά βάση appoyando, ακόμη κι όταν παίζεται το χαρακτηριστικό πεντάηχο tremolo του flamenco ή alzapua «διπλοπενιά). Τα rasgueados χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτά που παίζονται χωρίς αντίχειρα, οπότε ο αντίχειρας θα πρέπει να στηρίζεται στην έκτη χορδή ή στο καπάκι και β) τα abanicos (βεντάλια) αυτά δηλαδή που παίζονται και με τον αντίχειρα κι έχουν πολύ πιο ηχηρό αποτέλεσμα. Όσον αφορά τις κλίμακες αυτές παίζονται με im ή iaappoyando η όπως χαρακτηριστικά λέγεται στην flamenco ορολογία picado (καρφωτά) κοντά στον καβαλλάρη έχοντας στο μεγαλύτερο μέρος τους κατιούσα φορά. Τα αρπίσματα είναι διαφόρων ειδών και ρυθμικών σχημάτων. Χαρακτηριστικό πάντως είναι το εξάηχο που επαναλαμβάνεται συχνά κυρίως στα Palos του cante jondo.
Συμπερασματικά
Αφού είδαμε συνοπτικά το γενικό προφίλ τόσο της κλασικής όσο και της flamcenco κιθάρας, μένει να κάνουμε μια σύγκριση. Όσον αφορά το καθαρά τεχνικό μέρος, οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Κι επειδή αναφέρομαι στους Έλληνες κιθαριστές δεν θεωρώ ότι είναι δύσκολο να μάθουν σωστά τις τεχνικές του flamenco, τις οποίες μπορούν απλώς να δανειστούν και να εφαρμόσουν σε ορισμένα κομμάτια του κλασικού ρεπερτορίου ώστε να δώσουν ένα χαρακτήρα πιο δυναμικό. Επίσης ο τρόπος που μελετούν τις κλίμακες οι κιθαρίστες του flamenco, μπορεί να βοηθήσει τους κλασικούς κιθαριστές να αποκτήσουν ταχύτητα και δύναμη, κάτι στο οποίο πολύ συχνά υστερούν. Έτσι λοιπόν ο κλασικός κιθαριστής όχι μόνο θα απαγορεύεται, αλλά θα έπρεπε να μελετήσει κάποιες από τις τεχνικές του flamenco, κι αν αυτό γίνεται με πειθαρχία και ακρίβεια, τότε δεν έχει κανέναν λόγο να αισθάνεται ανασφαλής.
Ας μην ξεχνάμε ότι αν αναλύσουμε την τεχνική της κλασικής κιθάρας καθαρά κινησιολογικά, θα δούμε ότι όλες οι τεχνικές εκτελούνται με κίνηση προς τα μέσα (προς το καπάκι της κιθάρας), ενώ τα rasgueados του flamenco εκτελούνται προς τα έξω. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δυναμώνει το χέρι και να γίνονται πιο γρήγορα τα δάκτυλα. Ενώ σκεφτόμαστε συνήθως ότι η ταχύτητα έχει να κάνει με το πόσο γρήγορα κρούουμε τις χορδές, καλό θα ήταν να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η ταχύτητα αποδέσμευσης είναι εξίσου σημαντική. Εξάλλου πολλές τεχνικές αποδίδουν καλύτερα όταν μελετώνται σαν ρεφλέξ, απ’ ότι με την παραδοσιακή της αργής ακριβούς μελέτης.
Στο σημείο αυτό για να γίνω πιο σαφής διευκρινίζω ότι τα παραπάνω αφορούν αυτούς που θέλουν να δανειστούν κάποιες από τις τεχνικές του flamenco, αν τώρα κάποιος θέλει να παίξει flamenco, τότε τα πράγματα αλλάζουν ριζικά κι αυτό γιατί οι μεν τεχνικές μπορεί να μαθαίνονται εύκολα, αυτό όμως που είναι τελείως διαφορετικό είναι η νοοτροπία και το υπόβαθρο.
Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε και πολλοί κλασικοί κιθαριστές, συχνά με αρκετά υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας, αναρωτιόνται γιατί ακόμα και όταν μάθουν τις τεχνικές, η κιθάρα δεν ακούγεται όπως θα ήθελαν…
Στο flamenco δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις τεχνικές από την αίσθηση του ρυθμού, και του μέτρου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πολοί μεγάλοι βιρτουόζοι του είδους, έχουν μαζί με την τεχνική τους αρτιότητα και μια αίσθηση του χρόνου, που πραγματικά κόβει την ανάσα. Πώς το μαθαίνει όμως κανείς αυτό αν δεν ζει στην Ισπανία; Το μόνο που έχω να πω είναι καλό κουράγιο! Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν την τέχνη του flamenco τόσο ζωντανή και γεμάτη γοητεία!
Χρίστος Τζιφάκις ( http://www.tar.gr/ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου