«Σίγουρα τα πουλιά εκτιμούν όλα όσα έχουμε κάνει για αυτά. Εσείς δεν θα
το εκτιμούσατε; Ομορφο κλουβί, φρέσκο νεράκι, κανένα άλλο πουλί να σε
ενοχλεί, ούτε αυτό το εκτυφλωτικό φως του ήλιου... Ααουτς! Μα γιατί το
έκανε αυτό;». Τον Αλφρεντ Χίτσκοκ τον είχε μόλις δαγκώσει ένα αθώο
καναρίνι σε ένα χρυσαφένιο κλουβί. Ηταν μια πεντάλεπτη ταινία στην οποία
ο αξεπέραστος εγγλέζος σκηνοθέτης προλόγιζε με το χαρακτηριστικό
σαρδόνιο στιλ του το επόμενό του έργο: «Τα Πουλιά», που την Πέμπτη
συμπλήρωσαν μισό αιώνα ζωής.
Ηταν 28 Μαρτίου 1963 όταν στη Νέα Υόρκη έκανε πρεμιέρα μια ταινία που θα άφηνε εποχή. Οχι επειδή ήταν η καλύτερη ταινία του λεγόμενου μετρ του τρόμου - δεν ήταν. «Τα Πουλιά» δεν μπορούν να συγκριθούν με τον εγκεφαλικό «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958), το λαβυρινθώδες και κοσμοπολίτικο «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (1959), τον ηδονοβλεπτικό «Σιωπηλό Μάρτυρα» (1954), τη σκοτεινή «Ρεβέκκα» (1940), ή άλλα θρίλερ του Χίτσκοκ όπως το «Υπόθεσις Νοτόριους» (1946) και το «Υποψίες» (1941).
Αλλά «Τα Πουλιά» ήταν μοναδικά. Και όντως άφησαν εποχή, ή καλύτερα εγκαινίασαν μία νέα. Διότι ουσιαστικά ήταν η πρώτη ταινία του Χόλιγουντ, με την υπογραφή μάλιστα ενός παγκοσμίου ακτινοβολίας σκηνοθέτη, που έθετε τις πρώτες οικολογικές ανησυχίες: Το περιβάλλον στρέφεται πια εναντίον του ανθρώπου, τιμωρώντας τον για τα δεινά που του έχει προκαλέσει.
Τα πουλιά που έρχονται να τρομοκρατήσουν μια ειδυλλιακή κοινότητα της Καλιφόρνια είναι οι τιμωροί για τον μέσο λευκό Αμερικανό που ως τότε είχε συνηθίσει αδιαφορεί για το περιβάλλον και τους άλλους κατοίκους αυτού του πλανήτη.
Η ταινία του Χίτσκοκ, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Δάφνης ντε Μοριέ (1952), αποτελεί επίσης, σε δεύτερη ανάγνωση, μια εισαγωγή σε έναν πιο φεμινιστικό κόσμο: οι κεντρικοί ήρωες του φιλμ δεν είναι άνδρες, αλλά γυναίκες, με κορυφαία την πανέμορφη Τίπι Χέντρεν - «τη νέα Γκρέις Κέλι του Χίτσκοκ» όπως είχε γράψει το περιοδικό Look - στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν αυτό φαίνεται αυτονόητο τώρα, σίγουρα δεν ήταν πριν από μισό αιώνα.
Ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε όλη τη διαολιά του για να ενισχύσει τον τρόμο. Το φιλμ δεν έχει τίτλους τέλους, ώστε να αφήσει στο κοινό μια διαρκή ανησυχία ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο, στον κινηματογράφο Οντεόν στη Λέστερ Σκουέρ, όταν ο κόσμος αποχωρούσε τα μεγάφωνα άρχισαν να παίζουν ήχους από πουλιά και κραυγές.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 28 Μαρτίου 1963 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο πλαίσιο μιας ρετροσπεκτίβας για τα 50 έργα του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ακολούθησε η συμμετοχή της, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, στις Κάννες, όπου προβλήθηκε εκτός διαγωνισμού.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ: ΤΑ ΝΕΑ.gr [ Παπαδόπουλος Πάνος ]
ΣΧΟΛΙΟ:
Όταν πρωτοπαίχτηκε η ταινία ήμουν ... μικρός, ήταν ... ΑΚΑΤΑΛΗΛΟ (!!!) όμως ήθελα πολύ να τη δω !!!
Δεν τα κατάφερα !!!
Την είδα μετά από μερικά χρόνια και με ενθουσίασε ...
Ηταν 28 Μαρτίου 1963 όταν στη Νέα Υόρκη έκανε πρεμιέρα μια ταινία που θα άφηνε εποχή. Οχι επειδή ήταν η καλύτερη ταινία του λεγόμενου μετρ του τρόμου - δεν ήταν. «Τα Πουλιά» δεν μπορούν να συγκριθούν με τον εγκεφαλικό «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958), το λαβυρινθώδες και κοσμοπολίτικο «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (1959), τον ηδονοβλεπτικό «Σιωπηλό Μάρτυρα» (1954), τη σκοτεινή «Ρεβέκκα» (1940), ή άλλα θρίλερ του Χίτσκοκ όπως το «Υπόθεσις Νοτόριους» (1946) και το «Υποψίες» (1941).
Αλλά «Τα Πουλιά» ήταν μοναδικά. Και όντως άφησαν εποχή, ή καλύτερα εγκαινίασαν μία νέα. Διότι ουσιαστικά ήταν η πρώτη ταινία του Χόλιγουντ, με την υπογραφή μάλιστα ενός παγκοσμίου ακτινοβολίας σκηνοθέτη, που έθετε τις πρώτες οικολογικές ανησυχίες: Το περιβάλλον στρέφεται πια εναντίον του ανθρώπου, τιμωρώντας τον για τα δεινά που του έχει προκαλέσει.
Τα πουλιά που έρχονται να τρομοκρατήσουν μια ειδυλλιακή κοινότητα της Καλιφόρνια είναι οι τιμωροί για τον μέσο λευκό Αμερικανό που ως τότε είχε συνηθίσει αδιαφορεί για το περιβάλλον και τους άλλους κατοίκους αυτού του πλανήτη.
Η ταινία του Χίτσκοκ, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Δάφνης ντε Μοριέ (1952), αποτελεί επίσης, σε δεύτερη ανάγνωση, μια εισαγωγή σε έναν πιο φεμινιστικό κόσμο: οι κεντρικοί ήρωες του φιλμ δεν είναι άνδρες, αλλά γυναίκες, με κορυφαία την πανέμορφη Τίπι Χέντρεν - «τη νέα Γκρέις Κέλι του Χίτσκοκ» όπως είχε γράψει το περιοδικό Look - στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν αυτό φαίνεται αυτονόητο τώρα, σίγουρα δεν ήταν πριν από μισό αιώνα.
Ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε όλη τη διαολιά του για να ενισχύσει τον τρόμο. Το φιλμ δεν έχει τίτλους τέλους, ώστε να αφήσει στο κοινό μια διαρκή ανησυχία ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο, στον κινηματογράφο Οντεόν στη Λέστερ Σκουέρ, όταν ο κόσμος αποχωρούσε τα μεγάφωνα άρχισαν να παίζουν ήχους από πουλιά και κραυγές.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 28 Μαρτίου 1963 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο πλαίσιο μιας ρετροσπεκτίβας για τα 50 έργα του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ακολούθησε η συμμετοχή της, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, στις Κάννες, όπου προβλήθηκε εκτός διαγωνισμού.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ: ΤΑ ΝΕΑ.gr [ Παπαδόπουλος Πάνος ]
ΣΧΟΛΙΟ:
Όταν πρωτοπαίχτηκε η ταινία ήμουν ... μικρός, ήταν ... ΑΚΑΤΑΛΗΛΟ (!!!) όμως ήθελα πολύ να τη δω !!!
Δεν τα κατάφερα !!!
Την είδα μετά από μερικά χρόνια και με ενθουσίασε ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου