Ο βίος και η πολιτεία του ανδρός, που με μόλις 200 άνδρες αναχαίτισε τον Μάιο του 1821, τους 6.000 πεζούς και ιππείς στρατιώτες του Μουσταφάμπεη στη Μάχη του Βαλτεστίου, είναι η περίπτωση που ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος είχε συνοψίσει σε πρόσφατη συνέντευξη του: «Οι σωτήρες της Ελλάδας πέθαναν ή στη φυλακή ή στην εξορία»
Πρωταγωνίστησε σε μάχες μεγάλες και νικηφόρες:Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αγιονόρος, Άγιος-Σώστης.
Οι στιγμές όμως που ανέδειξαν την πολεμική αρετή και τον ηρωϊσμό του Νικηταρά, και που συγχρόνως στάθηκαν αποφασιστικές για την επανάσταση, ήταν οι νηκηφόρες μάχες στα Δολιανά (18 Μαΐου Ι821) και σταΔερβενάκια (26 Ιουλίου 1822).
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που άρχισαν το 1823 τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη, εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη -ήταν ο μόνος από την «πλευρά Κολοκοτρώνη» που οι «αντίπαλοι» προσέγγισαν επιχειρώντας να τον πάρουν «μαζί τους».
Ωστόσο επέδειξε συνετή στάση, αποφεύγοντας να πάρει μέρος στις μάχες και κάνοντας πολλές συμφιλιωτικές παρεμβάσεις. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου, κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.
Ο Νικηταράς ορκιζόταν στο σπαθί του: Να με φάει το σπαθί του Νικηταρά αν λέω ψέματα, έλεγε ...
Το χέρι που «μαρμάρωσε» κρατώντας το σπαθί
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς, ο αγωνιστής που συνετέλεσε στην υποχώρηση του Δράμαλη και σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε τρεις πάλες (σπαθί σαν δρεπάνι) με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε, ενώ στο τέλος της μάχης, το χέρι του «μαρμάρωσε» και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα, πέρασε από δίκη, φυλακίστηκε, κατέληξε τυφλός και πάμπτωχος να επαιτεί -με επίσημη «άδεια επαιτείας»- κάθε Παρασκευή, στο σημείο όπου βρίσκεται η εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά (τότε δεν είχε ακόμη ανεγερθεί).
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα Αρκαδίας και όχι στο Τουρκολέκα από όπου η καταγωγή του.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς, ο αγωνιστής που συνετέλεσε στην υποχώρηση του Δράμαλη και σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε τρεις πάλες (σπαθί σαν δρεπάνι) με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε, ενώ στο τέλος της μάχης, το χέρι του «μαρμάρωσε» και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα, πέρασε από δίκη, φυλακίστηκε, κατέληξε τυφλός και πάμπτωχος να επαιτεί -με επίσημη «άδεια επαιτείας»- κάθε Παρασκευή, στο σημείο όπου βρίσκεται η εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά (τότε δεν είχε ακόμη ανεγερθεί).
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα Αρκαδίας και όχι στο Τουρκολέκα από όπου η καταγωγή του.
Ο πατέρας του Σταματέλλος Τουρκολέκας ήταν αρματωλός στο Λιοντάρι. Είχε παντρευτεί την κόρη του προεστού στο Άκοβο, η οποία ήταν αδελφή της γυναίκας του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήταν ανιψιός του Γέρου του Μοριά.
Στα 1805, μετά την εκτέλεση του πατέρα και του αδελφού του, κατέφυγε στα Επτάνησα κυνηγημένος από τους Τούρκους. Θέλησε να πολεμήσει με τους Ρώσους εναντίον του Ναπολέοντα, αλλά ο Κολοκοτρώνης τον απέτρεψε. Έφτασε στη Νάπολη, όμως δεν έλαβε μέρος στις μάχες -ο Ναπολέων είχε νικήσει τους εχθρούς του στο Αούστερλιτς.
Παντρεύτηκε όταν γύρισε πίσω την κόρη του κλεφτοκαπετάνιου Ζαχαριά, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, έναν γιο και δύο κόρες.
Στα 1805, μετά την εκτέλεση του πατέρα και του αδελφού του, κατέφυγε στα Επτάνησα κυνηγημένος από τους Τούρκους. Θέλησε να πολεμήσει με τους Ρώσους εναντίον του Ναπολέοντα, αλλά ο Κολοκοτρώνης τον απέτρεψε. Έφτασε στη Νάπολη, όμως δεν έλαβε μέρος στις μάχες -ο Ναπολέων είχε νικήσει τους εχθρούς του στο Αούστερλιτς.
Παντρεύτηκε όταν γύρισε πίσω την κόρη του κλεφτοκαπετάνιου Ζαχαριά, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, έναν γιο και δύο κόρες.
Πρωταγωνίστησε σε μάχες μεγάλες και νικηφόρες:Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αγιονόρος, Άγιος-Σώστης.
Οι στιγμές όμως που ανέδειξαν την πολεμική αρετή και τον ηρωϊσμό του Νικηταρά, και που συγχρόνως στάθηκαν αποφασιστικές για την επανάσταση, ήταν οι νηκηφόρες μάχες στα Δολιανά (18 Μαΐου Ι821) και σταΔερβενάκια (26 Ιουλίου 1822).
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που άρχισαν το 1823 τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη, εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη -ήταν ο μόνος από την «πλευρά Κολοκοτρώνη» που οι «αντίπαλοι» προσέγγισαν επιχειρώντας να τον πάρουν «μαζί τους».
Ωστόσο επέδειξε συνετή στάση, αποφεύγοντας να πάρει μέρος στις μάχες και κάνοντας πολλές συμφιλιωτικές παρεμβάσεις. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου, κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.
Ο Νικηταράς ορκιζόταν στο σπαθί του: Να με φάει το σπαθί του Νικηταρά αν λέω ψέματα, έλεγε ...
Ο Κολοκοτρώνης τον αποκαλούσε Αρχάγγελο Μιχαήλ και Άγιο Γεώργιο.
Χειμώνα του 1836, «υπαγορεύει», στην πραγματικότητα, αφηγείται τη ζωή του, τα απομνημονεύματα του στον Γεώργιο Τερτσέτη, τον ζακυνθινό ποιητή και μετέπειτα δικαστή στην περιβόητη δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, τον Μάιο του 1834.
Χειμώνα του 1836, «υπαγορεύει», στην πραγματικότητα, αφηγείται τη ζωή του, τα απομνημονεύματα του στον Γεώργιο Τερτσέτη, τον ζακυνθινό ποιητή και μετέπειτα δικαστή στην περιβόητη δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, τον Μάιο του 1834.
Αντίθετος με τους Βαυαρούς
Μετά την απελευθέρωση διορίζεται υπασπιστής του Καποδίστρια. Επί Όθωνα κατηγορείται για συνωμοσία κατά του βασιλιά -«πληρώνει» την αντίθεση του στους Βαυαρούς και τον φόβο τους ότι μία ομάδα, η γνωστή ως «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», στοχεύει στην άνοδο Ρώσου στον ελληνικό θρόνο.
Στη δίκη του μάλιστα, λόγω αδυναμίας, προσήχθη καθιστός.
Ο Νικηταράς φυλακίζεται στην Αίγινα το 1839. Ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι «κυνηγήθηκαν» μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Άλλωστε, το κατηγορητήριο αφορούσε και στον αδελφό του πρώτου Κυβερνήτη, Γεώργιο Καποδίστρια.
Κατόπιν της «απειλητικής επέμβασης του Μακρυγιάννη» ο Νικηταράς αποφυλακίζεται μετά από σχεδόν δύο χρόνια. Είναι όμως τυφλός -έπασχε από διαβήτη, χωρίς να το γνωρίζει, η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα κατά τη φυλάκιση- και λησμονημένος. Λέγεται ότι η μία του κόρη τρελάθηκε από θλίψη με τον εκτοπισμό και εγκλεισμό του πατέρα της. Ήταν γνωστό ότι στη φυλακή υπέστη βασανισμούς και εξευτελισμούς από τους δεσμοφύλακες.
Λησμονημένος και επαίτης
Το 1843, όταν ο Όθωνας αναγκάζεται να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονέμεται ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη.
Το μοναδικό λάφυρο του από τον πόλεμο, ένα αδαμαντοστόλιστο, δαμασκηνό σπαθί -που συναγωνιστές του τον έπεισαν να πάρει- το είχε προσφέρει σε έρανο που είχε κάνει η προσωρινή κυβέρνηση της Ύδρας για να αρματώσει τον ελληνικό στόλο.
Χωρίς περιουσία στην Αρκαδία και στην Αργολίδα, όπου έζησε κάποια χρόνια (στους Μύλους), καταλήγει πάμπτωχος σε ένα ταπεινό σπίτι στην Καστέλλα. Μάλιστα, του δίνεται «άδεια επαιτείας» - ένα είδος ανταμοιβής της ευγνωμονούσας Ελλάδας.
Πεθαίνει σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς τάφηκε πλάι στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -όπως ήταν η επιθυμία του- στο Α Κοιμητήριο Αθηνών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, τον δε επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.
Προτομή του Νικηταρά υπάρχει στο Πεδίον τους Άρεως, στη Λεωφόρο των Ηρώων, όπως και στην Καλαμάτα, στην πλατεία 23ης Μαρτίου.
Μετά την απελευθέρωση διορίζεται υπασπιστής του Καποδίστρια. Επί Όθωνα κατηγορείται για συνωμοσία κατά του βασιλιά -«πληρώνει» την αντίθεση του στους Βαυαρούς και τον φόβο τους ότι μία ομάδα, η γνωστή ως «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», στοχεύει στην άνοδο Ρώσου στον ελληνικό θρόνο.
Στη δίκη του μάλιστα, λόγω αδυναμίας, προσήχθη καθιστός.
Ο Νικηταράς φυλακίζεται στην Αίγινα το 1839. Ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι «κυνηγήθηκαν» μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Άλλωστε, το κατηγορητήριο αφορούσε και στον αδελφό του πρώτου Κυβερνήτη, Γεώργιο Καποδίστρια.
Κατόπιν της «απειλητικής επέμβασης του Μακρυγιάννη» ο Νικηταράς αποφυλακίζεται μετά από σχεδόν δύο χρόνια. Είναι όμως τυφλός -έπασχε από διαβήτη, χωρίς να το γνωρίζει, η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα κατά τη φυλάκιση- και λησμονημένος. Λέγεται ότι η μία του κόρη τρελάθηκε από θλίψη με τον εκτοπισμό και εγκλεισμό του πατέρα της. Ήταν γνωστό ότι στη φυλακή υπέστη βασανισμούς και εξευτελισμούς από τους δεσμοφύλακες.
Λησμονημένος και επαίτης
Το 1843, όταν ο Όθωνας αναγκάζεται να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονέμεται ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη.
Το μοναδικό λάφυρο του από τον πόλεμο, ένα αδαμαντοστόλιστο, δαμασκηνό σπαθί -που συναγωνιστές του τον έπεισαν να πάρει- το είχε προσφέρει σε έρανο που είχε κάνει η προσωρινή κυβέρνηση της Ύδρας για να αρματώσει τον ελληνικό στόλο.
Χωρίς περιουσία στην Αρκαδία και στην Αργολίδα, όπου έζησε κάποια χρόνια (στους Μύλους), καταλήγει πάμπτωχος σε ένα ταπεινό σπίτι στην Καστέλλα. Μάλιστα, του δίνεται «άδεια επαιτείας» - ένα είδος ανταμοιβής της ευγνωμονούσας Ελλάδας.
Πεθαίνει σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς τάφηκε πλάι στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -όπως ήταν η επιθυμία του- στο Α Κοιμητήριο Αθηνών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, τον δε επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.
Προτομή του Νικηταρά υπάρχει στο Πεδίον τους Άρεως, στη Λεωφόρο των Ηρώων, όπως και στην Καλαμάτα, στην πλατεία 23ης Μαρτίου.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: THE TOC.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου