Από το καλοκαίρι ακόμη, οι συνεχείς δόσεις βοήθειας προς την Ελλάδα, κρύβουν επιμελώς μια αυξανόμενη ανησυχία για την διάλυση της Ευρωζώνης. Και δυστυχώς, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που επιβεβαιώνουν μια τέτοια άσχημη εξέλιξη.
Πρώτον, από τον περασμένο Ιούλιο συνεχώς σκαρφαλώνουν τα σπρεντς δανεισμού των τραπεζών. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με ρευστότητα προτιμούν να καταθέτουν τα μετρητά τους στην ΕΚΤ, που ξανάρχισε τον δανεισμό της προς τις τράπεζες. Το ίδιο πράγμα συνέβη και στη κρίση του 2007-08, αν και αυτή τη φορά η διαδικασία περιορίζεται στην ευρωζώνη. Στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, η διατραπεζική αγορά συνεχίζει να λειτουργεί, παρόλο που και εκεί υπάρχουν ανησυχίες.
Δεύτερον, οι διεθνείς τράπεζες χρεώνουν μεγαλύτερα επιτόκια σε επιχειρήσεις της Νότιας Ευρώπης, απ ότι σε ανάλογες της Βόρειας, μια πρακτική που επιδεινώνει την κατάσταση στις ήδη ταλαιπωρημένες οικονομίες. Έτσι διασπάται περαιτέρω η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή ενότητα της αγοράς. Και μάλιστα, αντί να καταπολεμήσουν αυτή τη τάση, οι βορειοευρωπαϊκές αρχές την εντείνουν, περιορίζοντας τα ανοίγματα των χρηματοπιστωτικών τους ιδρυμάτων απέναντι στις τράπεζες του Νότου.
Τρίτον, οι διεθνείς επενδυτές δεν θεωρούν πλέον τα ομόλογα των νότιων κρατών της ΕΕ ως ισότιμα με αυτά του Βορρά. Και δεν πρόκειται απλά για το κόστος του ρίσκου, το οποίο είναι εύκολα αναστρέψιμο. Πρόκειται για μια βαθιά μεταστροφή της συμπεριφοράς τους. Αν συνεχιστεί αυτή η αρνητική προσέγγιση όσον αφορά στον δανεισμό του Νότου, τότε η οικονομική ανάκαμψη και η φερεγγυότητα των νότιων χωρών θα τεθεί σε περαιτέρω κίνδυνο.
Η απόφαση των αξιωματούχων της ευρωζώνης να μεταρρυθμίσουν την επιτήρηση των κυβερνήσεων και των τραπεζών, και να ενισχύσουν τον μηχανισμό EFSF, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δυστυχώς είναι ελλιπής. Πέρα από την «πυρόσβεση», αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα και πιο ισχυρή νομισματική ένωση.
Η αυξανόμενη διαίρεση της ευρωζώνης αποτελεί κυρίως συνέπεια της αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ κρατών και τραπεζών. Οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στα κρατικά χρέη επειδή έχουν στα χαρτοφυλάκια τους πολλά κρατικά ομόλογα, που συνήθως εκδίδονται από τα κράτη στα οποία και εδρεύουν.
Από τη πλευρά τους, οι κυβερνήσεις είναι εξίσου ευάλωτες σε τραπεζικές κρίσεις επειδή οι ίδιες είναι υπεύθυνες για τη διάσωση των δικών τους (εθνικών) τραπεζών. Έτσι, η σημερινή κρίση αποδεικνύει την δυσκολία που προκύπτει από αυτήν αλληλεξάρτηση.
Υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις σε αυτή τη κατάσταση των πραγμάτων. Η πρώτη αφορά σε παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας σε περίπτωση που απειληθεί η αγορά ομολόγων. Ο προϋπολογισμός της Βρετανίας είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα από αυτόν της Ισπανίας, αλλά το γεγονός ότι η Τράπεζα της Αγγλίας μπορεί να αποτρέψει την όποια κερδοσκοπία εις βάρος του βρετανικού χρέους, αρκεί για να ησυχάσουν οι επενδυτές.
Η ΕΚΤ όμως, δεν διαθέτει αυτή την αρμοδιότητα. Έπαιξε ένα παρόμοιο ρόλο με την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά συνάντησε έντονη εσωτερική αντίδραση, και πολύ σύντομα θα τα παρατήσει.
Ο νέος μηχανισμός στήριξης EFSF μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά τα «σεντούκια» του είναι περιορισμένα.
Όσον αφορά στην ενίσχυση της ΕΚΤ με τέτοιου είδους αρμοδιότητες, μέσω της αλλαγής του καταστατικού της, η Γερμανία σίγουρα θα αντιδρούσε, κυρίως για λόγους συνταγματικότητας.
Μια δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με την ενίσχυση των τραπεζών μέσω της επανακεφαλαιοποίησης, και της απομάκρυνσης των ρυθμιστικών εμποδίων που διαχωρίζουν τα εθνικά τραπεζικά συστήματα με σκοπό την αποφυγή της υπερέκθεσης απέναντι σε κρατική χρεοκοπία. Η ευρωζώνη θα ήταν πιο υγιής αν διέθετε ένα σωστά κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα, που θα είχε στα χέρια του διάφορα περιουσιακά στοιχεία και κεφάλαια, και θα υπάγονταν σε ένα κοινό πλαίσιο επίβλεψης, και ασφάλισης των καταθέσεων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες όμως δεν είναι τόσο θαρραλέοι ώστε να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο.
Μια τρίτη μορφή αντίδρασης θα ήταν η μείωση του ρίσκου, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος επιτήρησης και αμοιβαίων εγγυήσεων μεταξύ των χωρών μελών της ευρωζώνης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με μια δημοσιονομική ένωση, που θα μπορούσε να εκδίδει ευρωομόλογα, και θα διέθετε μια ex ante δυνατότητα ελέγχου της έκδοσης κρατικού χρέους.
Πολιτικά, αυτό αποτελεί μια πολύ δύσκολη επιλογή, τόσο για τις εγγυήτριες χώρες, όσο και για τις «εγγυημένες», αλλά δεν παύει να αποτελεί την πιο πρακτική λύση από όλες τις υπόλοιπες.
Οποιαδήποτε από τις παραπάνω προτάσεις αν επιλεγεί, θα ήταν κάτι το θετικό. Σε τελευταία όμως ανάλυση, η πρόκληση για την Ευρώπη είναι να αποφασίσει το τι θα πει στις αγορές, έτσι ώστε να τις πείσει να ξαναπιστέψουν στην φερεγγυότητα της ευρωζώνης.
Του Jean Pisani-Ferry, Δ/ντου του διεθνούς οικονομικού think tank Bruegel.
Project Syndicate
http://www.project-syndicate.org/commentary/pisaniferry17/English
Απόδοση: S.A.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ: www.antinews.gr/
Πρώτον, από τον περασμένο Ιούλιο συνεχώς σκαρφαλώνουν τα σπρεντς δανεισμού των τραπεζών. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με ρευστότητα προτιμούν να καταθέτουν τα μετρητά τους στην ΕΚΤ, που ξανάρχισε τον δανεισμό της προς τις τράπεζες. Το ίδιο πράγμα συνέβη και στη κρίση του 2007-08, αν και αυτή τη φορά η διαδικασία περιορίζεται στην ευρωζώνη. Στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, η διατραπεζική αγορά συνεχίζει να λειτουργεί, παρόλο που και εκεί υπάρχουν ανησυχίες.
Δεύτερον, οι διεθνείς τράπεζες χρεώνουν μεγαλύτερα επιτόκια σε επιχειρήσεις της Νότιας Ευρώπης, απ ότι σε ανάλογες της Βόρειας, μια πρακτική που επιδεινώνει την κατάσταση στις ήδη ταλαιπωρημένες οικονομίες. Έτσι διασπάται περαιτέρω η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή ενότητα της αγοράς. Και μάλιστα, αντί να καταπολεμήσουν αυτή τη τάση, οι βορειοευρωπαϊκές αρχές την εντείνουν, περιορίζοντας τα ανοίγματα των χρηματοπιστωτικών τους ιδρυμάτων απέναντι στις τράπεζες του Νότου.
Τρίτον, οι διεθνείς επενδυτές δεν θεωρούν πλέον τα ομόλογα των νότιων κρατών της ΕΕ ως ισότιμα με αυτά του Βορρά. Και δεν πρόκειται απλά για το κόστος του ρίσκου, το οποίο είναι εύκολα αναστρέψιμο. Πρόκειται για μια βαθιά μεταστροφή της συμπεριφοράς τους. Αν συνεχιστεί αυτή η αρνητική προσέγγιση όσον αφορά στον δανεισμό του Νότου, τότε η οικονομική ανάκαμψη και η φερεγγυότητα των νότιων χωρών θα τεθεί σε περαιτέρω κίνδυνο.
Η απόφαση των αξιωματούχων της ευρωζώνης να μεταρρυθμίσουν την επιτήρηση των κυβερνήσεων και των τραπεζών, και να ενισχύσουν τον μηχανισμό EFSF, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δυστυχώς είναι ελλιπής. Πέρα από την «πυρόσβεση», αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα και πιο ισχυρή νομισματική ένωση.
Η αυξανόμενη διαίρεση της ευρωζώνης αποτελεί κυρίως συνέπεια της αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ κρατών και τραπεζών. Οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στα κρατικά χρέη επειδή έχουν στα χαρτοφυλάκια τους πολλά κρατικά ομόλογα, που συνήθως εκδίδονται από τα κράτη στα οποία και εδρεύουν.
Από τη πλευρά τους, οι κυβερνήσεις είναι εξίσου ευάλωτες σε τραπεζικές κρίσεις επειδή οι ίδιες είναι υπεύθυνες για τη διάσωση των δικών τους (εθνικών) τραπεζών. Έτσι, η σημερινή κρίση αποδεικνύει την δυσκολία που προκύπτει από αυτήν αλληλεξάρτηση.
Υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις σε αυτή τη κατάσταση των πραγμάτων. Η πρώτη αφορά σε παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας σε περίπτωση που απειληθεί η αγορά ομολόγων. Ο προϋπολογισμός της Βρετανίας είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα από αυτόν της Ισπανίας, αλλά το γεγονός ότι η Τράπεζα της Αγγλίας μπορεί να αποτρέψει την όποια κερδοσκοπία εις βάρος του βρετανικού χρέους, αρκεί για να ησυχάσουν οι επενδυτές.
Η ΕΚΤ όμως, δεν διαθέτει αυτή την αρμοδιότητα. Έπαιξε ένα παρόμοιο ρόλο με την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά συνάντησε έντονη εσωτερική αντίδραση, και πολύ σύντομα θα τα παρατήσει.
Ο νέος μηχανισμός στήριξης EFSF μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά τα «σεντούκια» του είναι περιορισμένα.
Όσον αφορά στην ενίσχυση της ΕΚΤ με τέτοιου είδους αρμοδιότητες, μέσω της αλλαγής του καταστατικού της, η Γερμανία σίγουρα θα αντιδρούσε, κυρίως για λόγους συνταγματικότητας.
Μια δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με την ενίσχυση των τραπεζών μέσω της επανακεφαλαιοποίησης, και της απομάκρυνσης των ρυθμιστικών εμποδίων που διαχωρίζουν τα εθνικά τραπεζικά συστήματα με σκοπό την αποφυγή της υπερέκθεσης απέναντι σε κρατική χρεοκοπία. Η ευρωζώνη θα ήταν πιο υγιής αν διέθετε ένα σωστά κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα, που θα είχε στα χέρια του διάφορα περιουσιακά στοιχεία και κεφάλαια, και θα υπάγονταν σε ένα κοινό πλαίσιο επίβλεψης, και ασφάλισης των καταθέσεων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες όμως δεν είναι τόσο θαρραλέοι ώστε να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο.
Μια τρίτη μορφή αντίδρασης θα ήταν η μείωση του ρίσκου, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος επιτήρησης και αμοιβαίων εγγυήσεων μεταξύ των χωρών μελών της ευρωζώνης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με μια δημοσιονομική ένωση, που θα μπορούσε να εκδίδει ευρωομόλογα, και θα διέθετε μια ex ante δυνατότητα ελέγχου της έκδοσης κρατικού χρέους.
Πολιτικά, αυτό αποτελεί μια πολύ δύσκολη επιλογή, τόσο για τις εγγυήτριες χώρες, όσο και για τις «εγγυημένες», αλλά δεν παύει να αποτελεί την πιο πρακτική λύση από όλες τις υπόλοιπες.
Οποιαδήποτε από τις παραπάνω προτάσεις αν επιλεγεί, θα ήταν κάτι το θετικό. Σε τελευταία όμως ανάλυση, η πρόκληση για την Ευρώπη είναι να αποφασίσει το τι θα πει στις αγορές, έτσι ώστε να τις πείσει να ξαναπιστέψουν στην φερεγγυότητα της ευρωζώνης.
Του Jean Pisani-Ferry, Δ/ντου του διεθνούς οικονομικού think tank Bruegel.
Project Syndicate
http://www.project-syndicate.org/commentary/pisaniferry17/English
Απόδοση: S.A.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ: www.antinews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου